Wednesday 29 June 2016

Αρτοκλασία

Ο όρος Αρτοκλασία σημαίνει ο τεμαχισμός του άρτου και συναντάται μόνο στα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας μας. 
...........
Οι νοικοκυρές βάζουν τα δυνατά τους για να φτιάξουν την πιο όμορφη Αρτοκλασία.

Έτσι στη Λειτουργική, Αρτοκλασία αποκαλούμε τον τεμαχισμό των άρτων που προηγουμένως έχουν ευλογηθεί από ιερέα ή Αρχιερέα και στη συνέχεια διανέμονται στο εκκλησίασμα. Οι ευλογούμενοι άρτοι είναι πέντε, ισάριθμοι δηλαδή μ΄ εκείνους που ευλόγησε ο Χριστός στην έρημο και στη συνέχεια διανεμήθηκαν στο πλήθος. Μαζί με τους άρτους ευλογούνται επίσης μικρές ποσότητες οίνου και ελαίου που φέρονται σε μικρές φιάλες. 
Η τελετή της αρτοκλασίας ή της «ευλογήσεως των άρτων» είναι παλαιότατη λειτουργική πράξη και έχει τις ρίζες της στους αποστολικούς χρόνους. Θεωρείται κατάλοιπο από τις «αγάπες», τα κοινά γεύματα των πρώτων χριστιανών, που διασώζει και το αρχαίο όνομα της Θείας Ευχαριστίας (κλάσις του άρτου), καθώς και τον τρόπο τεμαχισμού και διανομής της.
"...και τους εξ αυτών μεταλαμβάνοντες πιστούς δούλους σου αγίασον..."

Η Αρτοκλασία στις μέρες μας γίνεται και κατά την ακολουθία του όρθρου, αλλά κυρίως κατά τον εσπερινό της παραμονής δεσποτικής ή θεομητορικής εορτής αλλά και στις εορτές των Αγίων μας, επίσης Αρτοκλασία κάνουμε και όποτε το κρίνουμε εμείς ή ο πνευματικός μας αναγκαίο, η τέλεση δε του ιερού αυτού γεγονότος αποσκοπεί με τον συμβολισμό του πολλαπλασιασμού των άρτων από τον Ιησού στην έρημο, στην ευλόγηση του σπιτικού μας και στον πολλαπλασιασμό των υλικών αλλά και των ψυχικών αγαθών των οικείων και των φίλων μας.
Η Αρτοκλασία όμως αποσκοπούσε και αποσκοπεί ακόμα και στην θεραπεία πρακτικής μοναστικής ανάγκης. Στα μοναστήρια, δηλαδή, οι μοναχοί αφού νήστευαν ολόκληρη την ημέρα της παραμονής κάθε μεγάλης εορτής, ήταν υποχρεωμένοι μα παραμείνουν στο ναό και να μην απομακρυνθούν, μετά τον εσπερινό, προκειμένου να συνεχίσουν την ολονυκτία και να τύχουν δια της αρτοκλασίας "παραμυθίας" και "στήριξης". 
Η ευλογία των άρτων, "ανά πέντε", του οίνου "ανά στάμνον μεστήν" καθώς και του ελαίου γινόταν με σύντομη ευχή αμέσως μετά τη λεγόμενη "λιτή", (έπειτα από τη μεγάλη δέηση), περί το τέλος του εσπερινού. Ακολουθούσε ο τεμαχισμός και η διανομή από τον "κελλαρίτη" που βρίσκονταν στον νάρθηκα ή την λιτή, δηλαδή στο χώρο μεταξύ νάρθηκα και κυρίως ναού, όπου τελούταν η δέηση της "λιτής", εξ ου και η ονομασία του χώρου. Μαζί με τον άρτο διανέμονταν, κατά το Τριώδιο και "ανά εξ ισχάδες ή φοίνικες" (ανά 6 σύκα ξερά ή χουρμάδες) και από "ενός κρασοβολίου οίνος" (ένα ποτήρι κρασί). Το έλαιο που ευλογούνταν πιθανώς χρησιμοποιούνταν στο μεγάλο κανδήλι του τιμώμενου Αγίου.
Ο άρτος, το βασικό στοιχείο τροφής του ανθρώπου, ευλογήθηκε ιδιαίτερα από τον Χριστό. Στην έρημο ο Κύριος ευλόγησε τους πέντε άρτους (και τα δύο ψάρια) και με αυτά χόρτασαν πέντε χιλιάδες άνδρες, χωρίς να υπολογίζονται οι γυναίκες και τα παιδιά. Στο Μυστικό Δείπνο χρησιμοποιεί τον άρτο για να παραδώσει το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Στους Εμμαούς, μετά την Ανάστασή Του, τα μάτια των μαθητών ανοίγουν και Τον αναγνωρίζουν κατά την ευλογία και την κλάση του άρτου. 
Ο Χριστός συμβολικά μίλησε για τον παραλληλισμό του άρτου με τον ίδιο τον εαυτό Του, που είναι ο «άρτος της ζωής», ο «άρτος ο ζων», ο «άρτος ο εκ του ουρανού καταβάς» (Ιωάν. στ, 35/51/41).
Ο άρτος συμβολίζει ακόμη την Εκκλησία, καθώς τα μέλη της -οι πιστοί- ήταν πριν διεσπαρμένα όπως το σιτάρι στους αγρούς, αλλά δια του Χριστού συνήχθησαν (συγκεντρώθηκαν) σε ένα σώμα.
Αλλά και εσχατολογικώς, ο άρτος θεωρήθηκε εικόνα της Βασιλείας του Θεού, καθώς οι συμμετέχοντες σ’ αυτήν θα βρίσκονται σε πλήρη κοινωνία με τον Θεό δια της βρώσεως του ουρανίου άρτου, που βρίσκεται στην τράπεζα του Κυρίου: «Μακάριος όστις φάγεται άρτον εν τη Βασιλεία του Θεού» (Λουκ. ιδ,15).Ο άγιος Συμεών Θεσαλονίκης γράφει πως η αρτοκλασία είναι «άνωθεν παραδεδομένη εκ του Σωτήρος αυτού».
Στην τελετή της Αρτοκλασίας, τους πέντε άρτους προσφέρουν οι πιστοί, μαζί με έναν ακόμα πρόσφορο για την Αγία Πρόθεση, φέρνουν επίσης λάδι και κρασί ενώ στο τραπέζι της Αρτοκλασίας ανάβουμε συμβολικά και πέντε κεριά από αγνό μελισσοκέρι. 
Συνήθως οι εορτάζοντες, οι οποίοι προσφέρουν και τα δώρα αυτά στην εκκλησία, συμπληρώνουν προαιρετικά την προσφορά τους με αγνές λαμπάδες για την Αγία Τράπεζα, θυμίαμα, καρβουνάκια και φιτιλάκια για τις καντήλες του ναού και οτιδήποτε άλλο χρησιμοποιείται για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας που θα ακολουθήσει και που εκείνη την ημέρα γίνεται γι' αυτούς ιδιαίτερα που εορτάζουν, 
ενίοτε δε οι εορτάζοντες προσφέρουν και λουλούδια που θα στολίσουν την Αγία Τράπεζα, ή χρήματα, για τις ανάγκες της εκκλησίας τους, για να ευλογηθούν αυτοί και τα σπιτικά τους, ενώ στο τέλος της τελετής παίρνουν έναν ευλογημένο άρτο στο σπίτι τους ο οποίος κόβεται στο γιορτινό τραπέζι, οι δε υπόλοιποι ευλογηθέντες άρτοι διανέμονται στους εκκλησιαζομένους, γεγονός που φανερώνει ακόμη περισσότερο τη σχέση της αρτοκλασίας προς τις παλαιές «αγάπες» των πρώτων χριστιανών.

Εσπερινός


ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ: Τελείται κάθε απόγευμα. Αναφέρεται στην Δεσποτική η Θεομητορική η μνήμη Αγίου εορτή της επόμενης ημέρας. Είναι δοξολογία-ευχαριστία προς το θεό για την ημέρα που πέρασε και δέηση για το υπόλοιπο του απογεύματος και της νυκτός που θα έρθει.

Σύντομο Τυπικό Εσπερινού
.
Ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ τελεῖται ἀμέσως μετὰ τὴ δύση τοῦ ἡλίου. Εἶναι ἡ 1η ἀκολουθία τοῦ 24ώρου.
Ἡ τυπική της τάξη ἔχει, ὡς ἑξῆς:

1. ΤΟ ΕΥΛΟΓΗΤΟΣ. 
Ὅπως ὅλες οἱ ἀκολουθίες, ἔτσι καὶ ὁ Ἑσπερινὸς ἀρχίζει μὲ τὴν ἐναρκτήρια δοξολογικὴ ἐκφώνηση, ποὺ λέγεται ἀπὸ τὸν ἱερέα. «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».

2. ΠΡΟΟΙΜΙΑΚΟΣ
Τρεῖς στίχοι, ποὺ ἀρχίζουν μὲ τὴ φράση: «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν...». Οἱ στίχοι αὐτοί, (ὅπως καὶ ὁ Προοιμιακὸς ψαλμός, ποὺ ἀκολουθεῖ) διαβάζονται ἀπὸ τὸν Ἀναγνώστη ἢ τὸν Προεστὸ τῆς λατρευτικῆς σύναξης (δηλαδὴ ὁ ἐπίσκοπος ἐφόσον χοροστατεῖ. 
Σήμερα, σύμφωνα μὲ μία νεώτερη συνήθεια, καταλιμπάνεται τὸ «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν...» τὶς ἡμέρες, ποὺ μεσολαβοῦν ἀνάμεσα στὴν ἑορτὴ καὶ τὴν ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, ὅποτε καὶ ἡ ἀνάγνωσή του ἀντικαθίσταται μὲ τὴν ψαλμωδία (τρὶς) τοῦ «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν...». Ἡ ἀνάγνωση συνεχίζεται μέχρι τοῦ «Ἀνοίξαντός σου τὴν χεῖρα», ὅποτε ἂν ὑπάρχει μεγάλη ἑορτὴ οἱ χοροὶ ψάλλουν τὰ ἀνοιξαντάρια εἰ δὲ μὴ συνεχίζεται ὁ προιμιακὸς μέχρι τέλους. 
Ὁ Προοιμιακὸς ψαλμὸς διαβάζεται καθημερινὰ στὴν ἑσπερινὴ ἀκολουθία καὶ καταλιμπάνεται μόνο κατὰ τὴ διακαινήσιμη ἑβδομάδα (δηλαδὴ αὐτὴ ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν Κυριακή του Πάσχα). Τὶς ἡμέρες αὐτὲς ἡ ἀνάγνωσή του ἀντικαθίσταται μὲ τὴν ψαλμωδία (δεκάκις) τοῦ «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν...».

3. ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΑΠΤΗ (ΤΑ ΕΙΡΗΝΙΚΑ)
Σὲ ὅλα τὰ αἰτήματα τῆς Μεγάλης Συναπτῆς ὁ χορὸς (δηλαδὴ ὁ λαὸς) ἀπαντᾶ στὸν ἱερέα μὲ τὴν ἐπανάληψη τῆς φράσης: «Κύριε, ἐλέησον».

4. ΤΟ ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΟΝ. 

Μὲ τὸν ὅρο Κεκραγάριον δηλώνονται οἱ δύο πρῶτοι στίχοι τοῦ ψαλμοῦ 140 («Κύριε, ἐκέκραξα πρὸς Σέ...» καὶ «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου...»). Ὡς πρὸς τὴ μουσική του ἀπόδοση, τὸ Κεκραγάριο ἀκολουθεῖ πάντα τὸν τυχόντα ἦχο τοῦ πρώτου ἀπὸ τὰ στιχηρά του.

5. Η ΣΤΙΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΟΥ. 
Δυστυχῶς, στὴ σημερινὴ λατρευτικὴ πράξη τῶν ἐνοριακῶν ναῶν, κατὰ κανόνα, ἡ Στιχολογία τοῦ Κεκραγαρίου, χάριν συντομίας, παραλείπεται. Ἔτσι, ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὸ Κεκραγάριο, ψάλλονται τὰ Στιχηρὰ τοῦ Κεκραγαρίου.

6. ΤΑ ΣΤΙΧΗΡΑ ΤΟΥ ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΟΥ. 
Ἡ λέξη «στιχηρὸν» δηλώνει, κατὰ μία γενικὴ ἔννοια, τὸν ὕμνο, ποὺ ἀκολουθεῖ κάποιο ψαλμικὸ στίχο. «Εἰς τὸ Κύριε Ἐκέκραξα, ἱστῶμεν στίχους (τάδε) καὶ ψάλλομεν στιχηρὰ προσόμοια (ἢ ἰδιόμελα)...κτλ». Ὁ ἀριθμὸς τῶν στιχηρῶν τοῦ Κεκραγαρίου δὲν εἶναι σταθερός, ἀλλὰ μεταβάλλεται ἀνάλογα μὲ τὴ λειτουργικὴ ἀξία τῆς κάθε ἑσπερινῆς ἀκολουθίας. Πιὸ συγκεκριμένα:
Στὸ Μικρὸ Ἑσπερινὸ τῶν ἀγρυπνιῶν ψάλλονται τέσσερα (4) στιχηρά.
Στοὺς καθ᾿ ἡμέραν Ἑσπερινοὺς (δηλαδὴ ἀπὸ τὴ Δευτέρα μέχρι καὶ τὴν Παρασκευή), καθὼς καὶ στὸν Ἑσπερινὸ τοῦ Σαββάτου ψάλλονται ἕξι (6) στιχηρά.
Στοὺς Μεγάλους Ἑσπερινοὺς τῶν ἀγρυπνιῶν ψάλλονται ὀκτὼ (8) στιχηρά.
Στὴν ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ τῶν ἀγρυπνιῶν τῆς Κυριακῆς καὶ στοὺς Κατανυκτικοὺς Ἑσπερινοὺς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ψάλλονται δέκα (10) στιχηρά.

Μὲ βάση τὶς ὑποδείξεις αὐτὲς μποροῦμε νὰ ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα: «Πόσα στιχηρὰ δικαιοῦται στὴ στιχολογία τοῦ Κεκραγαρίου της ὁ Ἑσπερινὸς τῆς τάδε ἡμέρας;». Τὸ δύσκολο, ὅμως, ἐρώτημα ἀκολουθεῖ ἀμέσως μετά: «Πῶς μποροῦμε νὰ μοιράσουμε σωστὰ τὰ Στιχηρὰ τοῦ Κεκραγαρίου, ἀνάμεσα στὸν μηναῖο, παρακλητική, τριώδιο κλπ;».

7. ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΟΤΟΚΙΟ ΤΟΥ. 
Ὁ ὅρος «Δοξαστικὸν» δηλώνει, κατὰ μία γενικὴ ἔννοια, τὸν ὕμνο, ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ στίχο: «Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῶ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι». Ὁ 2ος στίχος («Καὶ νῦν...») ἀκολουθεῖται, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, πάντα ἀπὸ ἕνα ὕμνο, ποὺ ἀναφέρεται στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας Μητέρας τοῦ Χριστοῦ, καί, ὡς ἐκ τούτου, ὀνομάζεται Θεοτοκίον. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ψάλλεται στὸ «Δόξα...» τὸ προβλεπόμενο ἰδιόμελο Δοξαστικὸ τῆς ἀκολουθίας καί, ἐν συνεχείᾳ, στὸ στίχο «Καὶ νῦν...» ψάλλεται, κατὰ τὴ σωστὴ τυπικὴ τάξη, «τὸ τυχὸν ὁμόηχον Δογματικὸν Θεοτοκίον», ἐκτὸς τῶν ἐξαιρέσεων ὅπως ἀναγράφονται στὸ τυπικό.

8. Η ΕΠΙΛΥΧΝΙΟΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ (ΦΩΣ ΙΛΑΡΟΝ).
Ἡ Ἐπιλύχνιος Εὐχαριστία (Φῶς Ἱλαρὸν) ποὺ ψάλλεται ἀπὸ τοὺς Ἱερεῖς στὴν μικρὴ εἴσοδο.

9. ΤΟ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΝ.
 
Ἡ λέξη Προκείμενον (πρὸ + κείμενον) ἢ τὰ καθ᾿ ἡμέραν Προκείμενα τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἑσπερινοῦ. Ἀνήκουν στὸν ἑβδομαδιαῖο λειτουργικὸ κύκλο καὶ ὡς ἐκ τούτου βρίσκονται καταγεγραμμένα στὸ Ἐγκόλπιον τοῦ Ἀναγνώστου. Εἶναι ἑπτά (7), δηλαδὴ ἕνα γιὰ κάθε μία ἀπὸ τὶς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδας, καὶ ἐναλλάσσονται κυκλικὰ στὶς καθημερινὲς ἀκολουθίες τοῦ Ἑσπερινοῦ. Ψάλλονται σὲ διαφορετικοὺς ἤχους καὶ ἐπαναλαμβάνονται τρεῖς φορές. Πρὶν ἀπὸ τὴν τρίτη ἐπανάληψή τους, προηγεῖται ἀπὸ αὐτὰ κάποιος ψαλμικὸς στίχος.

10. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

Μὲ τὸν ὅρο Ἀναγνώσματα δηλώνονται, γενικά, ὅλα τὰ ἀποσπάσματα τῶν βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ ἀναγιγνώσκονται μέσα στὶς λατρευτικὲς συνάξεις τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν τὰ ἀποσπάσματα αὐτὰ προέρχονται ἀπὸ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (ὅπως συμβαίνει, γιὰ παράδειγμα, στὴν περίπτωση τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἑσπερινοῦ) ὀνομάζονται ἁπλῶς Ἀναγνώσματα.

Στὴν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ (ὅταν ἔχουμε ἑορτὴ τοῦ ἐτήσιου λειτουργικοῦ κύκλου μὲ ἀκολουθία, ποὺ δικαιοῦται τὴν τέλεση ἀγρυπνίας) ὑπάρχουν τρία (3), κατὰ κανόνα, Ἀναγνώσματα ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης,

11. Η ΕΚΤΕΝΗΣ ΑΙΤΗΣΗ («ΕΙΠΩΜΕΝ ΠΑΝΤΕΣ»)
Πρόκειται γιὰ μία αἴτηση τοῦ ἱερέα Ἡ αἴτηση αὐτὴ ὀνομάζεται «Ἐκτενής», Τὰ αἰτήματα τῆς Ἐκτενοῦς λέγονται ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ σὲ αὐτὰ ὁ χορὸς (δηλαδὴ ὁ λαὸς) ἀπαντᾶ μὲ τὴν τριπλῆ ἐπανάληψη τῆς σύντομης φράσης: «Κύριε ἐλέησον».

12. ΤΟ ΚΑΤΑΞΙΩΣΟΝ ΚΥΡΙΕ.
 
Τὸ «Καταξίωσον Κύριε» διαβάζεται ἀπὸ τὸν Ἀναγνώστη ἢ τὸν Ἐπίσκοπο-Προεστὸ τῆς λατρευτικῆς σύναξης. Ἡ μοναδικὴ διαφοροποίηση τῶν στίχων τῆς Δοξολογίας τοῦ Ὄρθρου, σὲ σχέση μὲ τοὺς ἀντίστοιχους στίχους τοῦ Καταξίωσον Κύριέ της ἑσπερινῆς ἀκολουθίας, ἐντοπίζεται στὴ φράση: «Καταξίωσον Κύριε ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτη ἀναμαρτήτους φυλαχθῆναι ἡμᾶς...», ὅπου ἡ λέξη: «ἡμέρᾳ» (δοτικὴ πτώση) ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴ λέξη: «ἑσπέρᾳ» (δοτικὴ πτώση), προκειμένου νὰ προσαρμοστεῖ ἐπιτυχῶς τὸ κείμενο στὰ πλαίσια τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἑσπερινοῦ.

13. ΤΑ ΠΛΗΡΩΤΙΚΑ ΚΑΙ Η ΕΥΧΗ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΙΚΛΙΣΙΑΣ. 
Λέγεται ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὸ «Καταξίωσον Κύριε». Τὸ ὄνομα Πληρωτικὰ προῆλθε ἀπὸ τὴν ἐναρκτήρια φράση τῆς ἐν λόγῳ αἰτήσεως «Πληρώσωμεν τὴν δέησιν ἡμῶν τῷ Κυρίῳ». Σὲ ὅλα τὰ αἰτήματα τῶν Πληρωτικῶν, ποὺ λέγονται ἀπὸ τὸν ἱερέα, ὁ χορὸς (δηλαδὴ ὁ λαὸς) ἀπαντᾶ μὲ τὴν ἐπανάληψη τῆς σύντομης φράσης: «Παράσχου Κύριε». 
Στὸ τέλος τῆς αἴτησης τῶν Πληρωτικῶν, διαβάζεται (πάντα ἀπὸ τὸν ἱερέα) ἡ σπουδαιότερη εὐχὴ τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἑσπερινοῦ. Πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση αὐτῆς τῆς εὐχῆς ὁ ἱερέας εὐλογεῖ τὸ λαὸ ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη, λέγοντας: «Εἰρήνη πᾶσι». Ὁ λαὸς ἀπάντα στὴν εὐλογία τοῦ ἱερέα, μὲ τὰ λόγια: «Καὶ τῷ πνεύματί σου». Ἀμέσως μετά, ὁ ἱερέας –μὲ τὰ λόγια: «Τὰς κεφαλὰς ἡμῶν τῷ Κυρίῳ κλίνωμεν»– ζητᾶ ἀπὸ τὸ λαὸ νὰ «κλίνει» τὸ κεφάλι του, σὲ ἔνδειξη σεβασμοῦ πρὸς τὴν ἱερότερη καὶ σημαντικότερη λατρευτικὴ εὐχὴ τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἑσπερινοῦ, δηλαδὴ τὴν εὐχὴ τῆς αἰτήσεως τῶν Πληρωτικῶν. 
Ὁ λαός, ὑπακούοντας ταπεινὰ στὴν προτροπὴ τοῦ ἱερέα, «κλίνει» τὸ κεφάλι του, ἐνῶ, τὴν ἴδια στιγμή, ὁ ἱερέας ἀναγιγνώσκει τὴν εὐχὴ τῆς αἰτήσεως τῶν Πληρωτικῶν, πού, καταλήγει μὲ τὴν Τριαδολογικὴ Ἐκφώνηση: «Εἴη τὸ κράτος τῆς Βασιλείας Σου...». Ἡ εὐχὴ τῶν Πληρωτικῶν, ἐπειδὴ ἀκολουθεῖ χρονικὰ τὴ φράση: «Τὰς κεφαλὰς ἡμῶν τῷ Κυρίῳ κλίνωμεν», χαρακτηρίζεται ὡς ἡ εὐχὴ τῆς Κεφαλοκλισίας τοῦ Ἑσπερινοῦ ἢ ὡς ἡ Κεφαλοκλιτικὴ εὐχὴ τοῦ Ἑσπερινοῦ.

14. Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΛΙΤΗΣ. 
Σήμερα, δυστυχῶς, ἡ Ἀκολουθία τῆς Λιτῆς ἔχει σχεδὸν καταργηθεῖ στὴ λατρευτικὴ πράξη τῶν ἐνοριακῶν ναῶν καὶ ἔχει συνδεθεῖ, μᾶλλον ἐσφαλμένα, μὲ τὴν εὐλογία τῶν ἄρτων (τὴ λεγόμενη, δηλαδή, Ἀρτοκλασία). Μάλιστα, αὐτὴ σύνδεση ἔχει ἐπικρατήσει ὡς ἑξῆς ὁ χορὸς ψάλλει ἕνα ἰδόμελο τῆς λιτῆς καὶ οἱ ἱερεῖς συνοδεύουν τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου στὸ μέσο τοῦ Ναοῦ γιὰ νὰ γίνει ἡ ἀρτοκλασία.

Ἡ εὐλογία τῆς Ἀρτοκλασίας γίνεται μᾶλλον παράτυπα στὴν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου μετὰ ἀπὸ τὴ Μεγάλη Δοξολογία ἢ κατὰ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας μετὰ ἀπὸ τὸν Τρισάγιο Ὕμνο καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα.

15. ΤΑ ΑΠΟΣΤΙΧΑ. 
Πρόκειται γιὰ τὴ δεύτερη ὁμάδα ὕμνων τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἑσπερινοῦ. Τὰ Ἀπόστιχα εἶναι στιχηρὰ (ψάλλονται, δηλαδή, μὲ ἐξαίρεση τὸ πρῶτο ἀπὸ αὐτά, μετὰ ἀπὸ κάποιο ψαλμικὸ στίχο). Τὰ ξεχωρίζουμε εὔκολα μέσα στὰ διάφορα λειτουργικὰ βιβλία, γιατὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὰ ὑπάρχει (γραμμένη μὲ κόκκινα γράμματα) ἡ τυπικὴ ἔνδειξη: «Εἰς τὸν Στίχον ψάλλομεν στιχηρὰ προσόμοια (ἢ ἰδιόμελα)...κτλ». Τὰ Ἀπόστιχα ἔχουν, κατὰ κανόνα, τρία (3) στιχηρά.

16. ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΙΧΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΟΤΟΚΙΟ ΤΟΥ. 
Ὅπως ἀκριβῶς ἡ Στιχολογία τοῦ Κεκραγαρίου, ἔτσι καὶ οἱ ψαλμικοὶ στίχοι, ποὺ συνοδεύουν τὰ Ἀπόστιχα τοῦ Ἑσπερινοῦ, τελειώνουν μὲ τοὺς δύο (2) γνωστοὺς ἐπείσακτους στίχους («Δόξα...», «Καὶ νῦν...»). τὸ Δόξα τῶν ἀποστίχων τὸ ἀποδίδει ὁ Ἀριστερὸς χορός.

17. Η ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΣ ΕΥΧΗ (ΝΥΝ ΑΠΟΛΥΕΙΣ). 
Ἡ Ἀπολυτίκιος Εὐχὴ λέγεται καθημερινὰ στὴν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ ἀπὸ τὸν ἱερέα, ὁ ὁποῖος τὴν ἀπαγγέλλει ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη, ἔχοντας τὸ πρόσωπό του στραμμένο πρὸς τὸ λαό.

18. Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟΥ. 
Ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὴν Ἀπολυτίκιο Εὐχὴ (καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Τρισαγίου) ψάλλεται ἢ ἀναγιγνώσκεται ὁ τυχὸν Κανόνας τῆς Θεοτόκου. Σήμερα, δυστυχῶς, ὁ κανόνας τοῦ θεοτοκαρίου Ἔχει σχεδὸν καταργηθεῖ στὴ λατρευτικὴ πράξη τῶν ἐνοριακῶν ναῶν.

19. ΤΟ ΤΡΙΣΑΓΙΟ. 
Ὀνομάζεται Τρισάγιο, γιατὶ ἀρχίζει μὲ τὴν τριπλῆ ἐπανάληψη τοῦ Τρισάγιου ὕμνου: «Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς». Εἰδικὰ στὴν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ διαβάζεται, ἀπὸ τὸν Ἀναγνώστη ἢ τὸν Ἐπίσκοπο-Προεστό, Τὸ Τρισάγιο παρουσιάζει τὴν ἑξῆς τυπικὴ διάταξη: α. «Ἅγιος ὁ Θεός...» (Τρὶς) β. «Δόξα...Καὶ νῦν...» γ. «Παναγία Τριάς...» δ. «Κύριε, ἐλέησον» (τρὶς) ε. «Δόξα...Καὶ νῦν...» στ. «Πάτερ ἡμῶν...» ζ. «Ὅτι Σοῦ ἔστιν...» (ἐκφώνησις ἱερέως).

20. ΤΑ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ. 
Τὸ Ἀπολυτίκιο εἶναι ὁ σπουδαιότερος ὕμνος κάθε ἀκολουθίας, γιατὶ μέσα σὲ αὐτὸν περιγράφεται συνοπτικὰ τὸ βαθύτερο θεολογικὸ νόημα τῶν διάφορων Δεσποτικῶν καὶ Θεομητορικῶν ἑορτῶν ἢ προβάλλεται τὸ κεντρικὸ σημεῖο τοῦ βίου καὶ τῆς προσφορᾶς τῶν ἑορταζόμενων Ἁγίων.

21. Η ΑΠΟΛΥΣΗ. 
Μετὰ τὰ Ἀπολυτίκια, ὁ ἱερέας (ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη καὶ μὲ τὸ πρόσωπο πρὸς τὸ λαὸ) ἀπολύει τοὺς πιστοὺς (δηλαδή, τοὺς κοινοποιεῖ τὸ πέρας τῆς ἀκολουθίας καὶ τοὺς ἐπιτρέπει νὰ ἀποχωρήσουν ἀπὸ τὸ ναό), ἐπικαλούμενος τὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου καὶ τὶς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἁγίων. Ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ, ὅπως ὅλες οἱ ἀκολουθίες ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν καταληκτικὴ ἐκφώνηση: «Δι᾿ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν...», ποὺ λέγεται, φυσικά, πάντα ἀπὸ τὸν ἱερέα.

orthodoxy

Ὄρθρος τῶν Κυριακῶν

Ὄρθρος σημαίνει τὸ χρονικὸ διάστημα λίγο πρὶν τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου. 

Κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση τὸ 24ωρο ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς νύχτας (θἄπρεπε νὰ λέγεται νυχθήμερο καὶ ὄχι ἡμερόνυχτο). 
Χωρίζεται σὲ 7 καιρούς:
Τρεῖς τῆς νύχτας (Ἑσπέρας, Μεσονύχτιο, Ἐξημέρωμα ἢ Ὄρθρος) καὶ
Τέσσερις τῆς ἡμέρας (Α´ ὥρα, Γ´ ὥρα, Στ´ ὥρα καὶ Θ´ ὥρα).

Στὴν ἐκκλησία Ὄρθρος λέγεται ἡ Ἀκολουθία ποὺ τελεῖται πρὶν τὴ Θεία Λειτουργία. 
Εἶναι δοξολογία στὸ Χριστό, ποὺ Ἐκεῖνος εἶναι τὸ Φῶς τοῦ κόσμου καὶ ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης καὶ εἶναι ἐπίσης παράκληση στὸν Κύριο τοῦ Σύμπαντος μὲ τὴν ἀνατολὴ τῆς καινούργιας ἡμέρας. Συγχρόνως εἶναι ἡ καλύτερη ψυχικὴ προετοιμασία γιὰ τὴ Θεία Λειτουργία (τὸ Μυστήριο τῶν Μυστηρίων) ποὺ θὰ ἐπακολουθήσει.

Πιὸ πλούσιος εἶναι ὁ Ὄρθρος τῶν Κυριακῶν, ποὺ βασίζεται στὸ μεγάλο γεγονὸς πάνω στὸ ὁποῖο στηρίζεται ἡ πίστη μας, στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Στολίζεται μὲ Ὀκτὼ Ἤχους βυζαντινῆς μουσικῆς ποὺ διαδέχονται ὁ ἕνας τὸν ἄλλο κάθε ἑβδομάδα.
Ἡ ἐσωτερικὴ οὐσία τῆς βυζαντινῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς διακρίνεται γιὰ τὴν ἁπλότητα, τὴν σεμνότητα, τὴν ἱεροπρέπεια καὶ τὸ μυσταγωγικὸ κλίμα, ποὺ δημιουργεῖ τὸ ἄκουσμά της. Ὅσον ἀφορᾷ δὲ στὴν ἐξωτερική της μορφή, εἶναι φωνητική (ὄχι ἐνόργανη), μονόφωνη (ταυτόχρονη συμψαλμωδία πολλῶν φωνῶν στὴν αὐτὴ ὀξύτητα, στὴν αὐτὴ μελῳδικὴ γραμμὴ –ὄχι πολυφωνική) συνοδευομένη ἀπὸ τὸ λεγόμενο ἰσοκράτημα ἢ «ἴσον». 
Τοῦτο εἶναι ἕνα εἶδος ἁρμονίας, ἁπλό, ἀπερίτεχνο καὶ ἀπερίεργο, λιτὸ καὶ σεμνό, τὸ ὁποῖον στηρίζεται εἰς τὴν βάσιν τῶν τετραχόρδων της μουσικῆς κλίμακας τοῦ ὕμνου (ἢ εἰς τὴν βάσιν ἄλλων ἤχων, ὅταν αὐτοὶ ἐμπλέκονται εἰς τὴν μελῳδίαν), καὶ διασῴζεται διὰ τῆς φωνητικῆς παραδόσεως.
Ὁ σκοπὸς τῆς ἀνωτέρω μουσικῆς εἶναι καθαρὰ λατρευτικὸς καὶ πνευματικὸς καὶ συμβάλλει στὴν λατρευτικὴ ἀνύψωση καὶ κατάνυξη, τελικὰ δὲ καὶ στὴν ψυχικὴ τελειοποίηση τοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ ἦχοι τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς ἐκφράζουν μὲ τὸ ἦθος τους καὶ ὑπηρετοῦν τὰ ἑξῆς εἰδικὰ συναισθήματα εὐσεβείας:

Ὁ Α´ Ἦχος χαρά, λαμπρότητα καὶ μεγαλοπρέπεια. (πρβλ. Πασχαλινοὺς Ὕμνους «Ἀναστάσεως ἡμέρα»)

Ὁ Β´ Ἦχος εἶναι ἱκετευτικὸς καὶ παθητικὸς πρὸς συναίσθηση ἁμαρτωλότητας.
Ὁ Γ´ Ἦχος εἶναι ἐμβατήριος, χαρμόσυνος, ὡς παιάνας νίκης.
Ὁ Δ´ Ἦχος θεωρεῖται τῆς Παναγίας. Ἦχος γλυκύς. (πρβλ. «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου»)
Ὁ πλάγιος τοῦ Α´ Ἦχος εἶναι τῆς Δευτέρας Παρουσίας.
Ὁ πλάγιος τοῦ Β´ Ἦχος εἶναι δραματικὸς καὶ λυπηρός, τοῦ Πάθους.
Ὁ πλάγιος τοῦ Γ´ (ὁ λεγόμενος Βαρύς) Ἦχος τῆς ἐνδόξου Μεταμορφώσεως. (πρβλ. «Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει»)
Ὁ πλάγιος τοῦ Δ´ Ἦχος τοῦ Θεανθρώπου.

Τὰ μέρη τοῦ Ὄρθρου εἶναι δώδεκα:

1. ΕΞΑΨΑΛΜΟΣ

Κατανυκτικὴ ἀνάγνωση (ὅλοι ἱστάμεθα ὄρθιοι), ἕξι ἐκ τῶν 150 ψαλμῶν τοῦ Ψαλτηρίου, τοὺς περισσότερους τῶν ὁποίων ἔγραψε ὁ Δαβίδ. Εἶναι συγχρόνως ὕμνος, δέηση καὶ προφητεία:
3ος: Εἰκονίζει τὴ σταθερὴ ἐλπίδα τῆς ψυχῆς στὸ Θεό.
37ος: Θρῆνος τῆς ψυχῆς γιὰ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν.
62ος: Ἁπαλὴ παρηγορητικὴ πρωινὴ προσευχή.
87ος: Δέηση ψυχῆς τσακισμένης ἀπὸ τὶς συμφορές.
102ος: Προσευχὴ εὐγνωμοσύνης γιὰ τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ.
142ος: Θερμὴ παράκληση βοήθειας.

2. ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ
Σύντομα τροπάρια ποὺ περιγράφουν περιληπτικὰ τὴν ὑπόθεση τῆς ἑορτῆς. Λέγονται ἀπολυτίκια διότι ξεκινοῦν ψαλλόμενα ἀπὸ τὸν Ἑσπερινὸ πρὶν τὴν Ἀπόλυση καὶ μετὰ τὴ φράση τοῦ πρεσβύτη Συμεὼν ποὺ ἐπαναλαμβάνει ὁ ἱερεύς: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου Δέσποτα...». Συνήθως εἶναι τρία: Τὸ πρῶτο εἶναι τοῦ Ἤχου τῆς ἡμέρας ἀναφερόμενο στὴν Ἀνάσταση, τὸ Δεύτερο στὸν Ἅγιο ποὺ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἑορτάζει καὶ τὸ τρίτο στὴ Θεοτόκο.

3. ΚΑΘΙΣΜΑΤΑ
Σύντομα τροπάρια τῆς Ἀναστάσεως στὸν ἦχο τῆς ἡμέρας. Ὀνομάζονται καθίσματα ἐπειδὴ οἱ πιστοὶ ἐκάθοντο γιὰ νὰ κατανοήσουν πιὸ ἄνετα τὰ βαθιὰ νοήματα ποὺ περιέχουν. Καὶ ἀποτελοῦσαν ἀνάπαυλα σὲ Ἀναγνώσεις μακρὲς ἀπὸ τὸ Ψαλτήριον τοῦ Δαβίδ.

4.ΕΥΛΟΓΗΤΑΡΙΑ
Ψάλλονται πάντα σὲ ἦχο Πλάγιο τοῦ Α´. Ἐκφράζουν τὴν κατάπληξη τῶν Ἀγγέλων, τῶν Μυροφόρων καὶ τῶν Ἀποστόλων γιὰ τὸ Θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως καὶ καταλήγουν σὲ ὑμνολογία τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τὸ ἐνθουσιῶδες «Ἀλληλούϊα».

5. ΑΝΑΒΑΘΜΟΙ
Ψαλμοὶ στὸν Ἦχο τῆς ἡμέρας, ποὺ διηγοῦνται τὰ μεγαλεῖα τῆς δημιουργίας καὶ μοιάζουν μὲ σκαλοπάτια ποὺ ἀνεβάζουν τὴ ψυχὴ πρὸς τὸν οὐράνιο Δημιουργό. Εἶναι ἐμπνευσμένα ἀπὸ τοὺς Ψαλμοὺς τῶν Ἀναβαθμῶν (119-133) ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔχουν πάρει πολλὲς ἐκφράσεις.

6. ΕΩΘΙΝΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ἀναγιγνώσκεται μέσα στὸ Ἱερὸ Βῆμα, ὅπου ἡ Ἁγία Τράπεζα συμβολίζει τὸν Πανάγιο Τάφο καὶ ὁ ἱερεὺς τὸν Ἄγγελο ποὺ ἀναγγέλλει τὸ χαρμόσυνο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως «καθήμενος ἐν τοῖς δεξιοις». 
Ὑπάρχουν ἕνδεκα Ἑωθινὰ Εὐαγγέλια. Μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου ὁ ἱερεὺς τὸ περιφέρει ἐντὸς τοῦ Ναοῦ γιὰ νὰ τὸ ἀσπαστοῦν οἱ πιστοί, ἐνῷ ψάλλεται κατανυκτικὰ ὁ 50ος ψαλμὸς τῆς μετανοίας συνήθως στὸν ἦχο τῆς ἡμέρας, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε ἀπαγγελθεῖ τὸ «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι», ἡ Διακήρυξη αὐτὴ τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας ἐνανθρωπήσεως καὶ τοῦ Πάθους καθὼς καὶ τοῦ μεγάλου Θαύματος τῆς Ἀναστάσεως ποὺ ἀποτελεῖ τὸν Θεμέλιο Λίθο τῆς Πίστεώς μας.

7. ΚΑΝΟΝΑΣ
Ψάλλεται στὸν ἦχο τῆς ἡμέρας καὶ περιέχει τροπάρια Ἀναστάσιμα, Σταυρώσιμα καὶ τῆς Θεοτόκου. Ἂν ἑορτάζεται Ἅγιος ὑπάρχει καὶ κανόνας τοῦ Ἁγίου. Μεσολαβοῦν τὰ Μεσώδια καθίσματα (συνήθως τοῦ Ἁγίου καὶ τοῦ γεγονότος τῆς ἡμέρας καὶ ἐπίκαιρο τροπάριο στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τὸ λεγόμενο Θεοτοκίον) καὶ ἀνάγνωση/ἀπαγγελία τοῦ Ἀναστασίμου κοντακίου καὶ τοῦ οἴκου (ὅλα του ἤχου τῆς ἡμέρας). 
Ἀναφέρονται (κοντάκιον καὶ οἶκος) στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ τὶς συνέπειες αὐτῆς, ποὺ εἶναι ἡ Λύτρωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ἀφήνοντας ἔτσι στοὺς ἐκκλησιαζομένους ἕνα ἄρωμα χαρᾶς ἀνακουφίσεως καὶ ἐλπίδας. Καταλήγομε στὸ Συναξάριο, ὅπου ἀπαγγέλλεται τὸ ἑορτολόγιο τῆς ἡμέρας.

8. ΚΑΤΑΒΑΣΙΕΣ
Ψάλλονται μεγαλοπρεπῶς συνήθως τὰ πρῶτα τροπάρια (εἱρμοί) τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου...». 
Ἂν εἶναι περίοδος Χριστουγέννων ἢ Κοιμήσεως Θεοτόκου ἢ Τιμίου Σταυροῦ ἢ Ἀναστάσεως ἢ Ὑπαπαντῆς ψάλλονται εἰδικὲς Καταβασίες. Ἔχουν πολλὲς φράσεις ἀπὸ τὴ Παλαιὰ Διαθήκη καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὴ σωτηρία τῶν Ἑβραίων ἀπὸ τοὺς Φαραώ (ὅταν πέρασαν τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα οἱ Ἰσραηλῖτες μὲ ἐπικεφαλῆς τὴν ἀδελφὴ τοῦ Μωυσῆ Μαριὰμ τραγούδησαν μὲ τύμπανα καὶ χόρεψαν τὴ σωτηρία τοὺς δοξάζοντας τὸ Θεό), τὴ σωτηρία τῶν τριῶν παίδων ἀπὸ τὴν Κάμινο κ.ἄ. 
Λέγονται καταβασίες διότι συνηθιζόταν οἱ ψάλτες νὰ κατεβαίνουν ἀπὸ τὰ στασίδια καὶ νὰ ψάλουν στὸ μέσον του Ναοῦ ἀτενίζοντας τὴν Ὡραία Πύλη.

9. Θ´ (ἐνάτη) ΩΔΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Ἐδῶ τελειώνουν οἱ καταβασίες μὲ τὴν «Τιμιωτέρα» ποὺ ἀπευθύνεται πρὸς τὴν Παναγία μὲ στίχους ἀπὸ τὸ Λουκᾶ Εὐαγγέλιον (ἐπίσκεψη τῆς Θεοτόκου στὴν Ἐλισάβετ), ἐνῷ ὁ ἱερεὺς θυμιατίζει τὴν Ἁγία Τράπεζα, τὰ Ἱερὰ Εἰκονίσματα καὶ ἕναν-ἕναν ὅλους τοὺς πιστούς.

10. ΕΞΑΠΟΣΤΕΙΛΑΡΙΑ
Σὲ ρυθμὸ περιγραφικὸ καὶ σύντομο ψάλλεται ἡ διήγηση τοῦ Ἑωθινοῦ Εὐαγγελίου. Εἶναι ἕνδεκα, ἀντίστοιχα πρὸς τὰ Εὐαγγέλια. Πῆραν τὸ ὄνομά τους ἀπὸ τὴ φράση τοῦ Ψαλμοῦ «ὁ ἐξαποστέλλων τὸ φῶς καὶ πορεύεται». Φράση σχετικὴ μὲ τὸν Ὄρθρο.

11. ΑΙΝΟΙ
Ψάλλονται στὸν ἦχο τῆς ἡμέρας. Ξεκινοῦν μὲ τὸ «Πᾶσα πνοή...» δηλαδὴ καθετὶ ποὺ ἀναπνέει, ὅλοι μας καὶ σὲ κάθε χρονικὴ στιγμὴ ἂς δοξολογοῦμε τὸν Κύριο. Τὰ τροπάρια αὐτὰ περιγράφουν λεπτομέρειες ἀπὸ τὰ γεγονότα τοῦ Πάθους καὶ τῆς Ἀναστάσεως στὸν ἦχο τῆς ἡμέρας. Ἂν ὑπάρχει καὶ ἄλλη ἑορτὴ συμπληρώνονται μὲ τροπάρια τῆς ἑορτῆς. Οἱ αἶνοι καταλήγουν στὸ Δοξαστικό. Εἶναι ἀργὸ τροπάριο ποὺ χρωματίζει μὲ τὴν ὡραιότατη μελῳδία τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς τὴν Ἀναστάσιμη περιγραφὴ τοῦ Ἑωθινοῦ Εὐαγγελίου. Φυσικὰ ἔχουμε ἕνδεκα Δοξαστικά. Ἂν εἶναι μεγάλη Ἑορτή, τὸ Ἀναστάσιμο Δοξαστικὸ τῆς Κυριακῆς ἀντικαθίσταται μὲ ἐκεῖνο τῆς Ἑορτῆς.

12. ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ
Ψάλλεται στὸν ἦχο τοῦ Δοξαστικοῦ (σύμφωνα μὲ τὸ Τυπικὸ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἢ στὸν ἦχο τῆς ἑβδομάδος), καὶ ἀποτελεῖ τὴν πανηγυρικὴ κατάληξη τοῦ Ὄρθρου. Ἔτσι οἱ χριστιανοὶ πλημμυρισμένοι ἀπὸ τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως προσέρχονται μὲ κατάνυξη στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο τῆς Ζωῆς.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὁ 50ος Ψαλμὸς (μετὰ τὸ Ἑωθινὸ Εὐαγγέλιο) ψάλλεται σὲ ἦχο πλάγιο τοῦ τετάρτου. Ἀκολουθοῦν στὸν ἴδιο ἦχο τὰ δυὸ κατανυκτικὰ τροπάρια «Τῆς μετανοίας ἄνοιξον...» καὶ «Τῆς σωτηρίας εὔθυνον...» καὶ κατόπιν σὲ ἦχο πλάγιο τοῦ δευτέρου «Τὰ πλήθη τῶν πεπραγμένων μοι δεινῶν...». Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη καὶ προκαλεῖ ποικίλα συναισθήματα ἡ ἀλλαγὴ αὐτὴ τῶν ἤχων. Υπάρχουν δὲ καὶ εἰδικοὶ κανόνες καθὼς καὶ ὁρισμένες εἰδικὲς καταβασίες κατὰ τὴν Μεγάλην Τεσσαρακοστήν.

orthodoxy

Tuesday 28 June 2016

Ιδιόμελον ή Αυτόμελον

Επίσημα Ιδιόμελον ή Αυτόμελον Τροπάριο ονομάζεται στην εκκλησιαστική υμνολογία συνηθέστερα το τροπάριο ή ο ύμνος που έχει ιδιαίτερη (δική του), μελωδική γραμμή, δηλαδή δεν ακολουθεί μια συγκεκριμένη γενική μελωδία άλλων ύμνων όπως πολλοί ύμνοι της Βυζαντινής Υμνογραφίας σε αντίθεση με το Προσόμοιο τροπάριο που ακολουθεί το μέλος άλλων ύμνων, εν προκειμένω ιδιομέλων, όπως συμβαίνει π.χ. σε κοντάκια ή σε ειρμούς των κανόνων.
Τα Ιδιόμελα δεν δεσμεύονται από μετρικούς ή τονικούς κανόνες με συνέπεια ν΄ αναπτυχθούν ως ανεξάρτητα μουσικά άσματα, με ωραίες μελωδικές φράσεις
Τα ωραιότερα και καλλίτερα των ιδιομέλων είναι εκείνα που ψέλνονται τα απογεύματα των Κυριακών της Μεγάλης Σαρακοστής, λεγόμενα και Απόστιχα Εσπερινού, τα οποία παρουσιάζουν κατανυκτικό ύφος σε αρχαία μελωδική γραμμή. 
Αυτά τα συγκεκριμένα αποτελούν συνθέσεις του Ιακώβου του Πρωτοψάλτου.

Τα ιδιόμελα περιέχονται στα Στιχηράρια, (= χειρόγραφοι εκκλησιαστικοί μουσικοί κώδικες), και είναι ύμνοι γραμμένοι ιδιαίτερα για το θέμα που αναφέρονται.

Τροπάριο

Τροπάριο ή Τροπάριον ονομάζεται ο σύντομος εκκλησιαστικός θριαμβικός κυρίως ύμνος.

Τροπάρια στην εκκλησιαστική υμνολογία ονομάζονται τα διάφορα μικρά άσματα που ψάλλονται στις διάφορες εκκλησιαστικές ακολουθίες. 
Το όνομά τους προέρχεται από τους Εβδομήκοντα και από συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας.
Η αρχή καθιέρωσης αυτών ανάγεται στον 4-5ο αιώνα και αρχαιότεροι ποιητές αυτών φέρονται οι Άνθιμος και Τιμοκλής που άκμασαν στη Κωνσταντινούπολη και των οποίων όμως τα τροπάρια δεν διασώθηκαν. 
Από τους καλλίτερους όμως του είδους αυτού της εκκλησιαστικής ποίησης φέρονται ο Κύριλλος ο Αλεξανδρεύς, ο Ανατόλιος κ.ά.

Τα τροπάρια γενικά είναι ποιητικά κείμενα χωρίς ομοιοκαταληξία, γι' αυτό μοιάζουν με πεζά κείμενα, δεν ακολουθούν συνήθως τονικό ρυθμικό λόγο (υπάρχουν και ενδιαφέρουσες εξαιρέσεις) και διακρίνονται σε πολλά είδη αναλόγως του περιεχομένου, του χρόνου που ψάλλονται στις ακολουθίες, του μέλους (μουσικής) αυτών και των στίχων τους:

Α) Κατά περιεχόμενο, τα τροπάρια διακρίνονται στα:
Αναστάσιμα
Μαρτυρικά:
τροπάρια που εξυμνούν έναν ή περισσότερους μάρτυρες.
Νεκρώσιμα
Θεοτόκια
Εξαποστειλάρια

Β) Κατά το χρόνο (στιγμή) που ψάλλονται, τα τροπάρια διακρίνονται στα:
Εωθινά και
Απολυτίκια

Γ) Κατά το μέλος αυτών, τα τροπάρια διακρίνονται σε
Αυτόμελα, ή Ιδιόμελα: από μουσική άποψη, τα τροπάρια που έχουν πρωτότυπο μέλος.
Προσόμοια: Αυτά που δεν έχουν πρωτότυπο μέλος αλλά ακολουθούν το μέλος άλλων τροπαρίων.
Οίκους και
Καθίσματα

Δ) Κατά τους στίχους που προτάσσονται αυτών, τα τροπάρια διακρίνονται σε:

Απόστιχα
Δοξαστικά
Μεγαλυνάρια
Στιχηρά
και άλλα.

Υπάρχουν επίσης τροπάρια για τον εσπερινό, τον όρθρο και την λειτουργία, για κάθε ημέρα της εβδομάδος και για κάθε εορτή. 
Τα τροπάρια περιλαμβάνονται στα λειτουργικα βιβλια της Εκκλησίας που είναι σήμερα σε χρήση, όπως Παρακλητική, Μηναία, Ωρολόγιον και άλλα. 
Το εκκλησιαστικό βιβλίο που καθορίζει πόσα και ποια τροπάρια ψάλλονται σε κάθε ακολουθία ονομάζεται Τυπικό.

Τέλος στην εκκλησιαστική υμνολογία, το σύστημα τροπαρίων που περιέχει ωδές ονομάζεται «Κανόνας», η δε πρότυπος στροφή με την οποία και ψάλλονται οι στροφές των κανόνων λέγεται ειρμός.

Monday 27 June 2016

Άμφια


Ἀπὸ τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ., παράλληλα με τὴν διαμόρφωση ξεχωριστῶν χώρων γιὰ τὴν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας χρησιμοποιοῦνται στὴν ἀνατολὴ καὶ εἰδικὰ ἄμφια γιὰ τοὺς ἱερεῖς. Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἀκριβὴ προέλευσή τους, τὰ ἱερατικὰ ἄμφια θὰ διατηρήσουν κάποια ἰδιαιτερότητα στὸ χρῶμα καὶ τὴν ἐξέλιξή τους, ὥστε νὰ ἀποτελέσουν εἰδικὰ ἄμφια γιὰ τὸν κλῆρο. 
Ὡστόσο, τὰ ἱερατικὰ ἄμφια στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἀποτελοῦν ἁπλὰ τελετουργικὰ ἐνδύματα, ἀλλὰ καὶ σύμβολα ποὺ ἐκφράζουν ἔννοιες πνευματικές. 
Ὁ συμβολισμὸς ἐξάλλου ὑπῆρξε ἀρχαιότατη συνήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη καὶ ὁ ἱερέας φορώντας τὰ ἄμφια τὴν ὥρα τῆς λειτουργίας διαφοροποιεῖται ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους πιστοὺς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του.
Ἡ θεολογικὴ σημασία τῶν ἀμφίων, ἡ ὁποία ὑπαγόρευσε τὴ χρήση τους, εἶναι ὅτι ὁ Λειτουργὸς δὲν τελεῖ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ τὰ μυστήρια, ἀλλὰ δυνάμει Χριστοῦ καὶ τῆς Ἱερωσύνης τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία κατέχει διὰ τῆς χειροτονίας «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ», «ἐνδεδυμένος τὴν τῆς Ἱερατείας χάριν».
Διατηροῦν κατὰ βάση τὴν παλαιά τους μορφὴ καὶ μὲ αὐτὰ διακρίνονται οἱ ἐπὶ μέρους βαθμοὶ τῆς Ἱερωσύνης. Εἶναι ἑπτά, κατὰ τὸν τύπο τῶν ἑπτὰ χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὸν ἱερὸ ἀριθμὸ τῆς πληρότητας. Κατανέμονται ἀναλόγως στοὺς τρεῖς βαθμοὺς τῆς Ἱερωσύνης:

Στὸ Διάκονο τρία γιὰ τὸ ἱερὸ τοῦ ἀριθμοῦ
(1) Στιχάριο, 
(2) Ὀράριο, στὴ θέση τοῦ Ἐπιτραχηλίου καὶ 
(3) Ἐπιμανίκια.

Στὸν Πρεσβύτερο πέντε κατὰ τὸν ἀριθμὸ τῶν πέντε αἰσθήσεων 
(1) Στιχάριο, 
(2) Ἐπιτραχήλιο, 
(3) Ἐπιμανίκια, 
(4) Ζώνη καὶ 
(5) Φελώνιο.

Στὸν Ἐπίσκοπο ἑπτὰ γιὰ τὴν πληρότητα τῆς Ἱερωσύνης: 
Τὰ τέσσερα πρῶτα τοῦ Πρεσβυτέρου καὶ 
(5) Ἀρχιερατικὸ σάκκο (ἀντὶ φελωνίου), 
(6) Ἐπιγονάτιο καὶ 
(7) Ὠμοφόριο. 
Γιὰ ἔξαρση τοῦ ἀρχιερατικοῦ ἀξιώματος προστέθηκαν βαθμηδόν: ὁ ἐπιστήθιος Σταυρός, τὸ Ἀρχιερατικὸ Ἐγκόλπιο, ἡ Ποιμαντικὴ Ράβδος καὶ ἡ Μίτρα. Τὴν ποιμαντορικὴ ράβδο τὴ χρησιμοποιοῦν καὶ οἱ Ἡγούμενοι τῶν Σταυροπηγιακῶν Μονῶν, ἐνῶ στοὺς Πρεσβύτερους δίνονται σὰν ὀφφίκια - ἰδιαίτερες τιμητικὲς διακρίσεις - ὁ ἐπιστήθιος Σταυρὸς καὶ τὸ Ἐπιγονάτιο. Στὴ Ρωσία Μίτρα χωρὶς μικρὸ Σταυρὸ στὴν κορυφὴ φέρουν καὶ οἱ Ἀρχιμανδρίτες.
Τὸ θεολογικὸ - συμβολικὸ νόημα κάθε ἀμφίου ἐκφράζεται κατὰ κανόνα - γιὰ τοὺς περισσότερους ὑπομνηστὲς τῆς θείας Λατρείας - μὲ τοὺς ψαλμικοὺς στίχους ποὺ λέγει ὁ κάθε Λειτουργὸς τὴν ὥρα ποὺ ἐνδύεται. Τὸ χρῶμα τῶν ἀμφίων προσδιορίζεται ὅπως καὶ τὸ τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι δυνατό.

Τὰ ἄμφια τοῦ Πρεσβυτέρου:
1. Στιχάριο. 
2. Ἐπιτραχήλιο.
3. Φελώνιο. 
4. Ζώνη. 
5. Ἐπιμανίκια. 
6. Ἐπιγονάτιο.

α. Τὸ Στιχάριο. 
Εἶναι ποδήρης χιτώνας κοινὸς γιὰ τοὺς τρεῖς βαθμοὺς τῆς Ἱερωσύνης μὲ φαρδιὰ μανίκια. Εἶναι ἐσωτερικὴ ἐνδυμασία τῶν ἱερέων. Τὸ χρῶμα του εἶναι συνήθως λευκό, σύμβολο τῆς ἁγνότητας καὶ τῆς πνευματικῆς χαρᾶς. Συμβολίζει τὴ φωτεινὴ τῶν Ἀγγέλων περιβολὴ καὶ τὸ καθαρὸ καὶ ἀμόλυντο τῆς ἱερατικῆς τάξεως, καθαρότητα γιὰ τὴν ὁποία οἱ Λειτουργοὶ καταξιοῦνται τῆς θείας Χάρης. Αὐτὸ μαρτυρεῖ καὶ τὸ Γραφικὸ χωρίο ποὺ λέγουν κατὰ τὴν ἔνδυσή τους: «Ἀγαλλιάσεται ἡ ψυχή μου ἐπὶ τῷ Κυρίῳ, ἐνέδυσε γάρ με ἱμάτιον σωτηρίου...». Τὸ ἀρχιερατικὸ στιχάριο εἶναι διακοσμημένο μάλιστα μὲ «ποταμούς», οἱ ὁποῖοι ἐξεικονίζουν τὰ χαρίσματα τῆς διδασκαλίας.

β. Τὸ Ὀράριο. 
Προέρχεται ἀπὸ τὸ λατινικὸ orare = προσεύχεσθαι. Εἶναι ταινία ὑφάσματος ποὺ φέρεται στὸν ἀριστερὸ ὦμο, (μὲ τὰ ἄκρα ἕνα ἐμπρὸς καὶ ἕνα πίσω) καὶ γραμμένο σ᾿ αὐτὸ τὸ Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος. Ἐξεικονιζει τὶς πτέρυγες τῶν Ἀγγέλων, ἐφ᾿ ὅσον «οἱ Διάκονοι... εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενοι προστρέχουσιν».

γ. Τὰ Ἐπιμανίκια. 
Μὲ αὐτά, κοινὰ καὶ γιὰ τοὺς τρεῖς βαθμούς, συγκρατοῦνται τὰ ἄκρα τοῦ Στιχαρίου μαζὶ μὲ τὰ λοιπὰ ἐνδύματα τοῦ Λειτουργοῦ. Εἰκονίζουν τὴν παντοδύναμη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Τιμίων Δώρων ποὺ προσφέρονται μὲ τὰ χέρια τοῦ Ἱερουργοῦ. Γι᾿ αὐτὸ λέγουν τὰ ψαλμικὰ χωρία: «Ἡ δεξιά σου χείρ, Κύριε, δεδόξασται ἐν ἰσχύϊ...» «Αἱ χεῖρές σου ἐποίησάν με καὶ ἔπλασάν με...». Συμβολίζουν καὶ τὰ δεσμὰ τοῦ Κυρίου μὲ τὰ ὁποῖα δεμένος ὁδηγήθηκε πρὸς τὸν Πιλᾶτο.

δ. Τὸ Ἐπιτραχήλιο. 
Εἶναι σὰν τὸ Ὀράριο, φέρεται στὸν τράχηλο ἀπὸ τοὺς Πρεσβυτέρους καὶ Ἐπισκόπους καὶ ἔχει καὶ τὰ δύο ἄκρα ἐμπρός. Εἰκονίζει τὴν ἄνωθεν κατερχόμενη χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Γι᾿ αὐτὸ ἐνδυόμενοι αὐτὸ λέγουν: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ὁ ἐκχέων τὴν Χάριν ἐπὶ τοὺς Ἱερεῖς Αὐτοῦ...». Τὰ κρόσσια ποὺ ὑπάρχουν στὸ κάτω ἄκρο του συμβολίζουν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ποιμνίου τους, γιὰ τὶς ὁποῖες εἶναι ὑπεύθυνοι καὶ θὰ λογοδοτήσουν κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως. Χωρὶς Ἐπιτραχήλιο καμία ἱεροπραξία δὲν μπορεῖ νὰ τελεστεῖ.

ε. Ἡ Ζώνη. 
Ἡ ζώνη τὴν ὁποία φέρει ὁ Πρεσβύτερος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος γιὰ νὰ συγκρατεῖ τὰ ἄμφια, ἀποτελεῖ σταθερὴ ὑπόμνηση τῆς πνευματικῆς ἀποστολῆς καὶ τῆς εὐθύνης τους. Συμβολίζει τὴν ἑτοιμότητα ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν γιὰ τὴν ἀπόκρουση καθενὸς ἐναντίου κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου: «ἔστωσαν ὑμῶν αἱ ὀσφύες περιεζωσμέναι καὶ οἱ λύχνοι καιόμενοι...» (Λουκ. ιβ´, 35).

στ. Τὸ Φαιλόνιο. 
Εἶναι ἔνδυμα ἀρχαϊκῆς μορφῆς χωρὶς χειρίδες καὶ φέρεται ἀπὸ τὴν κεφαλή. Συμβολίζει τὸν ἄρραφο χιτώνα τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἐπίγεια Ἐκκλησία. Ὅπως ὁ χιτώνας εἶναι ἄρραφος καὶ ἕνα τεμάχιο, ἔτσι πρέπει καὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι ΜΙΑ. Ὅταν εἶναι λευκό, συμβολίζει τὴν καθαρότητα καὶ φωτεινότητα τῆς Θείας Χάριτος. Ὅταν χρησιμοποιεῖται πορφυρό, κατὰ τὸν Ἅγιο Γερμανὸ Κωνσταντινουπόλεως, τὸ φαιλόνιο εἰκονίζει τὴν πορφύρα μὲ τὴν ὁποία ἐνέπαιζαν τὸν Κύριό μας, γεγονὸς τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἔχει κατὰ νοῦν πάντοτε ὁ Πρεσβύτερος.

ζ. Τὸ Ἐπιγονάτιο. 
Εἶναι ρομβοειδὲς ὕφασμα ἐξαρτώμενο ἀπὸ τὴ ζώνη μὲ παράσταση τὸ νιπτῆρα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου ἢ τὴν Ἀνάσταση. Τὸ φέρει ὁ Ἀρχιερέας καὶ κάθε ὀφφικιοῦχος πρεσβύτερος. Εἰκονίζει τὸ λέντιο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Κύριος ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν Μαθητῶν Του. Συμβολίζει καὶ τὴν πνευματικὴ μάχαιρα «ἐν ᾧ δυνήσεσθε πάντα τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα σβέσαι... καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ πνεύματος, ὅ ἐστι ῥῆμα Θεοῦ» (Ἐφ. στ´, 17). Κατὰ τὸν Ἅγιο Συμεὼν Θεσσαλονίκης, συμβολίζει τὴ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Γι᾿ αὐτὸ ἐνδυόμενοι οἱ Λειτουργοὶ λέγουν: «Περίζωσαι τὴν ῥομφαίαν σου ἐπὶ τὸν μηρόν σου, Δυνατέ...».

η. Ὁ Ἀρχιερατικὸς σάκκος. 
Αὐτὸς ἀντικατέστησε στὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας τὸ πολυσταύριο φελώνιο τοῦ Ἐπισκόπου, ποὺ ἔγινε κατ᾿ ἀπομίμηση τοῦ αὐτοκρατορικοῦ σάκκου. Διατήρησε ὅμως τὸ συμβολισμὸ τοῦ φελονίου, καθ᾿ ὅσον ὁ Ἀρχιερέας εἰκονίζει τὸν Χριστό. Τὸ ὄνομα τοῦ σάκκου προέρχεται ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ λέξη «σὰκ» καὶ σημαίνει τὸ ἔνδυμα τῆς μετάνοιας καὶ ταπεινώσεως. Οἱ κωδωνίσκοι τοῦ σάκκου ἐξεικονίζουν τοὺς δώδεκα κωδωνίσκους τοῦ Ἀαρὼν καὶ συμβολίζουν τὸ διδακτικὸ καὶ κηρυκτικὸ ἔργο τοῦ Ἀρχιερέα, σὲ ἀνάμνηση εἰδικῶς τοῦ Ἀρχιερέως Ἀαρών.

θ. Ἡ Ποιμαντικὴ ράβδος.
 
Εἶναι σύμβολο τῆς ποιμαντικῆς, πνευματικῆς καὶ δικαστικῆς ἐξουσίας τοῦ Ἐπισκόπου. Στὸ ἄνω μέρος φέρει τὸν Τίμιο Σταυρὸ μεταξὺ δύο ὄφεων, γιὰ νὰ ὑπενθυμίζει τὴ ρήση τοῦ Κυρίου «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» (Ματθ. ι´, 16). Ὑπενθυμίζει ἐπίσης καὶ τὴν ἄλλη ῥήση: «γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί».


Τὰ ἄμφια καὶ τὰ  ἐμβλήματα τοῦ Ἐπισκόπου:
1. Στιχάριο, 
2. Ἐπιτραχήλιο,
3. Σάκκος, 
4. Ζώνη (δὲν φαίνεται),
5. Ἐπιμανίκια, 
6. Ἐπιγονάτιο,
7. Ὠμοφόριο, 
8. Ἐγκόλπιο+Σταυρός,
9. Ἀρχιερατικὴ μίτρα,
10. Ποιμαντικὴ ράβδος,
11. Δικηροτρίκηρα.

ι. Τὸ Ὠμοφόριο. 
Εἶναι ταινία ὑφάσματος σταυρουμένη στὸ στῆθος μὲ τὰ δύο ἄκρα τὸ ἕνα ἐμπρὸς καὶ τὸ ἄλλο πίσω. Συμβολίζει τὸ πλανηθὲν πρόβατο ποὺ ὁ Χριστὸς ἔφερε ἐπὶ τῶν ὤμων Του. Γι᾿ αὐτὸ συνίσταται νὰ εἶναι κατασκευασμένο μὲ μαλλὶ προβάτου. Ἔτσι ὁ ἐπίσκοπος γίνεται μιμητὴς τοῦ ἀγαθοῦ καὶ μεγάλου Ποιμένος Χριστοῦ. Μέχρι καὶ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Ἀποστόλου, ὁ Ἐπίσκοπος φέρει τὸ μεγάλο Ὠμοφόριο (ὡς στὴν εἰκόνα). Μετὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἕως τὸ πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας φέρει τὸ μικρὸ (μὲ τὰ δύο ἄκρα ἐμπρός), τὸ ὁποῖο φέρει καὶ σ᾿ ὅλες τὶς λοιπὲς ἀκολουθίες.

ια. Ἡ Ἀρχιερατικὴ Μίτρα. 
Ἔχει τὴν ἀρχή της στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Συμβολίζει τὸν ἀκάνθινο στέφανο, ἀλλὰ καὶ τὸ Βασιλικὸ ἀξίωμα τοῦ Κυρίου, δεδομένου ὅτι ὁ Ἀρχιερέας εἶναι ζῶσα εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἐκκλησία Του. Ἡ χρήση της ἐπεκτάθηκε μετὰ τὸν 16ο αἰώνα.

ιβ. Τὸ Ἀρχιερατικὸ Ἐγκόλπιο. 
Ἐξαρτᾶται μὲ χρυσὴ ἁλυσίδα ἀπὸ τὸ λαιμὸ στὸ στῆθος τοῦ Ἀρχιερέα. Καθιερώθηκε τὸ ἔτος 1856 μὲ Βασιλικὸ Διάταγμα σὰν διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ Ἀρχιερατικοῦ ἀξιώματος. Συμβολίζει τὴ σφραγίδα καὶ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως. Στὸ ὠοειδὲς σχῆμα του εἰκονίζεται ὁ Χριστὸς μὲ τὸ δεξὶ χέρι εὐλογῶν, καὶ στὸ ἀριστερὸ κρατῶν Εὐαγγέλιο.

ιγ. Τὰ Δικηροτρίκηρα.
 
Πρόκειται γιὰ τὶς βάσεις μὲ τὰ δύο καὶ τὰ τρία κεριὰ ποὺ κρατᾶ ὁ Ἀρχιερέας καὶ μὲ τὰ ὁποῖα εὐλογεῖ τὸ λαό. Τὰ δίκηρα συμβολίζουν τὶς δύο φύσεις τοῦ Κυρίου. Τὰ τρίκηρα συμβολίζουν τὴν Ἁγία Τριάδα. Μ᾿ αὐτὰ σφραγίζει τὸ Εὐαγγέλιο κατὰ τὴν ψαλμωδία τοῦ Τρισαγίου Ὕμνου καὶ μετὰ εὐλογεῖ τὸ λαό.

ιδ. Ὁ Ἀρχιερατικὸς Μανδύας. 
Ἄμφιο πολυτελοῦς κατασκευῆς, φέρεται ἀπὸ τὸν Ἀρχιερέα ὅταν χοροστατεῖ, στὶς Ἱεροπραξίες ποὺ δὲν ἀπαιτεῖται πλήρης στολή, π.χ. κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Ὄρθρου. Θεωρεῖται αὐτοκρατορικῆς προελεύσεως. Εἶναι διακοσμημένος μὲ «ποταμούς» ποὺ ἀποτελοῦν καὶ αὐτοὶ ἔκφραση τοῦ διδασκαλικοῦ ἀξιώματος.

Ἄλλα ἐμβλήματα ποὺ φέρονται ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους, ἀλλὰ καὶ τοὺς πρεσβυτέρους μὲ τὸ κατάλληλο ὀφίκκιο, εἶναι ὁ ἐγκόλπιος Σταυρὸς καὶ τὸ ἐπιρριπτάριο. Ὁ Σταυρὸς ἔχει τὴν προέλευσή του στὰ φυλακτὰ ποὺ φοροῦσαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Τὸ ἐπιρριπτάριο θεωρεῖται σύμβολο τῆς μοναχικῆς ὑπακοῆς καὶ ταπεινοφροσύνης.

Οἱ Λειτουργοὶ φοροῦν «ἅπασαν» τὴν ἱερατική τους στολὴ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ σ᾿ ὁρισμένες ἄλλες ἀκολουθίες προσδιοριζόμενες ἀπὸ τὸ «Τυπικό», ὅπως στὴν τέλεση τῆς Προσκομιδῆς, στὸν Ὄρθρο τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, στὸν Ἑσπερινὸ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, τοῦ Πάσχα καὶ τῆς Πεντηκοστῆς. 
Σὲ ὅλες τὶς ἄλλες τελετὲς Μυστηρίων, εἰσόδους τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ ἀναγνώσεις τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ὄρθρου, φοροῦν Ἐπιτραχήλιο καὶ Φελόνιο ὁ Πρεσβύτερος, Ἐπιτραχήλιο καὶ Ὠμοφόριο ὁ Ἐπίσκοπος καὶ Στιχάριο καὶ Ὀράριο ὁ Διάκονος. Σὲ ἄλλες ἀκολουθίες μικρότερης σπουδαιότητας ὁ Ἱερέας φέρει μόνο τὸ Ἐπιτραχήλιο.
Ὅσον ἀφορᾶ στὴν κοινὴ καθημερινὴ κληρικὴ περιβολή, αὐτὴ περιλαμβάνει τὸ ράσο καὶ τὸ καλυμμαύχιο, ποὺ ἀρχικὰ εἶχε τὴ μορφὴ χαμηλοῦ, μαλακοῦ καὶ ἀφελοῦς καλογηρικοῦ σκούφου ἀπὸ μαλλὶ σὲ χρῶμα μαῦρο.

Παραστάσεις στὰ ἄμφια
Τὰ θέματα ποὺ παριστάνονται στὰ ἱερατικὰ ἄμφια εἶναι ἀνάλογα μὲ τὸν ἰδιαίτερο συμβολισμό τους, ἐνῷ δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶναι ὀλόλευκα, μονόχρωμα, δίχως ἢ μὲ ἐλάχιστη σταυροειδὴ διακόσμηση.
Στὸ ἐπιτραχήλιο παριστάνονται σκηνὲς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, Ἀποστόλων, Μαρτύρων καὶ Ἱεραρχῶν, στὸ ἐπιγονάτιο ἡ Κάθοδος τοῦ Κυρίου στὸν Ἅδη καὶ στὸν σάκκο ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος.
Ἰδιαίτερη ἀξία ἔχουν οἱ ἐπιγραφὲς ἀπὸ λειτουργικὰ κείμενα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ συναντᾶμε κεντημένες πάνω στὰ ἄμφια καὶ σχετίζονται καὶ αὐτὲς μὲ τὸν συμβολισμὸ κάθε ἀμφίου, ὅπως ἡ ἀρχὴ τοῦ τρισάγιου ὕμνου « Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος», ποὺ βρίσκεται κεντημένη στὸ ὀράριο τοῦ διακόνου.

Ἡ Κατασκευὴ τῶν ἀμφίων
Τὰ ἄμφια εἶναι κεντητὰ ἢ ὑφαντά. Τὰ κεντητὰ εἶναι συνήθως πολυτιμότερα διότι παρουσιάζουν μεγάλο πλοῦτο στὴν τεχνικὴ τοῦ κεντήματος καὶ διότι τὶς περισσότερες φορὲς χρησιμοποιοῦν πολύτιμη πρώτη ὕλη, ὅπως χρυσὸ ἢ ἀργυρὸ σύρμα καὶ διακόσμηση μὲ πολύτιμους λίθους. Ἀπὸ τὸν 17ο αἰώνα καὶ μετά, τὸ ὑψηλὸ κόστος ὁδήγησε στὴν σταδιακὴ ἐγκατάλειψη τῶν χρυσοκέντητων ἀμφίων.
Ἡ ὕφανση τῶν πολύτιμων ἀμφίων στοὺς βυζαντινοὺς χρόνους γινόταν σὲ εἰδικὰ ἐργαστήρια ὑφαντουργίας τῆς αὐτοκρατορίας. Ἰδιαίτερα ὅμως γινόταν σὲ γυναικεῖα μοναστήρια, ποὺ συνέχισαν τὴν ἐργασία τους αὐτὴ καὶ στὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας. Τὰ χρώματα ποὺ προτιμοῦσαν ἦσαν φωτεινὰ γιὰ τὶς τελετὲς σὲ χαρούμενες ἡμέρες καὶ σκοτεινὰ γιὰ τὶς τελετὲς σὲ πένθιμες ἡμέρες. Ὡς τόσον, εἶναι γεγονὸς ὅτι στὰ ἱερατικὰ ἄμφια ἐπικρατοῦσε γενικῶς τὸ λευκὸ χρῶμα ὡς σύμβολο ἁγνότητας καὶ πνευματικῆς χαρᾶς. Ἀκόμη καὶ τὸ γνωστό μας ράσο ἦταν ἀρχικῶς λευκό.
Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Ῥωμανίας σῴζεται δυστυχῶς μόνον ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς ἀμφίων. Ἀπὸ τοὺς μεταβυζαντινοὺς χρόνους ἔχουν διασωθεῖ πολλὰ καὶ χαρακτηριστικὰ δείγματα. Αὐτὰ φυλλάσονται σὲ μουσεῖα, στὰ Πατριαρχεῖα, στὶς μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, σὲ μητροπόλεις καὶ σὲ μοναστήρια ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τὰ ἄμφια αὐτὰ ἀποτελοῦν ἀνεκτίμητο ὑλικὸ γιὰ τὴν σπουδὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ τέχνης, καθὼς ἐπίσης τῆς ὑφαντουργίας καὶ τῆς μικροτεχνίας στὴ βυζαντινὴ καὶ μεταβυζαντινὴ περίοδο.