Wednesday 14 February 2018

Δεσποτικές εορτές


Οι Δεσποτικές εορτές

✚ Η Περιτομή του Ιησού Χριστού

✚ Τα Θεοφάνεια
✚ Η Υπαπαντή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού
✚ Η μετά βαΐων και κλάδων υποδοχή του Κυρίου εις Ιεροσόλυμα
✚ Τα Άγια Πάθη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού
✚ Η Ανάστασις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού
✚ Η Ανάληψις του Κυρίου
✚ Η Πεντηκοστή
✚ Του Αγίου Πνεύματος
✚ Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος
✚ Η Ύψωσις του Τιμίου Σταυρού
✚ Η Γέννησις του Σωτήρος Χριστού

Ένας εκκλησιαστικός συγγραφέας γράφει: «Αφού ο Δημιουργός συνέδεσε τη ζωή μας με λύπες και φροντίδες, μας έδωσε και κάποιες ευκαιρίες αναψυχής και παρηγοριάς ορίζοντας τις θείες εορτές. Τα θέματα των εορτών αυτών μας υπενθυμίζουν τις θείες δωρεές, αλλά και προμηνύουν την κατάργηση κάθε λύπης». 
Οι εορτές λοιπόν είναι ευκαιρίες πανηγυρισμού και ευφροσύνης πνευματικής και υλικής, και ταυτόχρονα τιμής των γεγονότων που γιορτάζουμε, που ξαναζούμε, που κάνομε σύγχρονα.

Από τις εορτές της Εκκλησίας ονομάζουμε Δεσποτικές, εκείνες που συνδέονται με τα λυτρωτικά γεγονότα της ζωής του Ιησού Χριστού και μας θυμίζουν «τους ποταμούς των χαρίτων και ευεργεσιών, τους οποίους εξέχεεν εις τον κόσμον ο Μονογενής Υιός του Θεού δια της ενσάρκου Του οικονομίας» (Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης).

Δεσποτικές εορτές είναι τα Χριστούγεννα, η Περιτομή, η Υπαπαντή, τα Θεοφάνεια, η Μεταμόρφωσις, η είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα μετά βαΐων και κλάδων, τα Άγια Πάθη, η Ανάστασις, η Ανάληψις, η Πεντηκοστή, η εορτή του Αγίου Πνεύματος και η Ύψωσις του Τιμίου Σταυρού.

Οι Δεσποτικές εορτές αποτελούν τον κεντρικό άξονα της λατρευτικής ζωής μας. Η Εκκλησία τελώντας τις εορτές αυτές ξαναζεί τα λυτρωτικά γεγονότα σαν ένα αιώνιο παρόν. Και οι πιστοί καθώς τα ξαναζούν και τα εορτάζουν προσελκύουν τη θεία Χάρι και αγιάζονται. Οι ψυχές τους γεμίζουν ευγνωμοσύνη, κατάνυξη και ελπίδα των ουρανίων. Και όταν φεύγουν από τον τόπο της λατρείας μεταφέρουν μέσα τους αυτές τις εμπειρίες, που διαποτίζουν ολόκληρη τη ζωή τους.

Δώρα του Θεού οι Δεσποτικές εορτές.

Δώρα που θα αξιοποιηθούν αν τα γιορτάζουμε χριστιανοπρεπώς, «μη εν ζύμη παλαιά, μηδέ εν ζύμη κακίας και πονηρίας, αλλ’ εν αζύμοις ειλικρίνειας και αληθείας» (Α’ Κορ. ε’ 8).

Το νόημα και τα διδάγματα της κάθε μιας Δεσποτικής εορτής:

✚ ✚ ✚ 
Η ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Οι Θεοφώτιστοι Πατέρες της Εκκλησίας κανόνισαν, να εορτάζεται την πρώτη του έτους η Περιτομή του Χριστού, για να μας θυμίσουν βασικά πράγματα της πνευματικής ζωής και να μας βοηθήσουν να πάρωμε σωστές αποφάσεις εν όψει του νέου έτους.

Η περιτομή των Εβραίων, στην οποία υποβλήθηκε, κατά συγκατάβασιν, και ο Θεάνθρωπος Χριστός, ήταν ένας τύπος του Χριστιανικού Βαπτίσματος. Όπως οι Εβραίοι με την περιτομή έκοβαν και πετούσαν την «ακροβυστίαν της σαρκός», έτσι και μείς στο Βάπτισμα αποβάλλομε και πετάμε τον «παλαιό» άνθρωπο της αμαρτίας, και «ενδυόμεθα», φοράμε τον νέο, τον αναγεννημένο άνθρωπο. 
Πρέπει τώρα στην αρχή του νέου έτους να θυμηθούμε, ότι είμαστε βαπτισμένοι Χριστιανοί, δηλαδή αναγεννημένοι άνθρωποι, και να αποφασίσουμε να ζήσου­με σαν αναγεννημένοι άνθρωποι.

Η Ευαγγελική περικοπή της Εορτής μας μιλάει με λίγα περιεκτικά λόγια, για το πώς ζούσε ο Χριστός από την παιδική ηλικία μέχρι τα τριάντα Του χρόνια, για να μας υποδείξη, πώς πρέπει να ζούμε κι’ εμείς σαν βαπτισμένοι ορθόδοξοι Χριστιανοί.

Μας λέει, ότι το «παιδίον Ιησούς» «εκραταιούτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας, και χάρις Θεού ην επ’ αυτό» (Λουκά β’ 40). Μας λέει ακόμη, ότι «προέκοπτε σοφία και ηλικία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις» (Λουκά β’ 52). 
Μας διδάσκει δηλαδή, ότι σαν Χριστιανοί που έχουμε σκοπό να αυξηθούμε πνευματικά και να φθάσουμε σε ωριμότητα, «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφεσ. δ’ 13), πρέπει όπως ο Χριστός: 
α) Να «κραταιούμεθα πνεύματι». Να αυξάνωμε την αγωνιστικότητά μας κατά της αμαρτίας και να ασκούμε τη θέλησί μας προς το αγαθό, καλλιεργώντας τις αρετές, 
β) Να προκόβουμε και να «πληρούμεθα» σοφίας με καθημερινή μελέτη και συχνή ακρόασι του λόγου του Θεού. 
γ) Να προκόβουμε «χάριτι παρά Θεώ» μετέχοντας συχνά και συνειδητά στα Μυστήρια της Εκκλησίας μας και δ) Να προκόπτωμε «χάριτι παρά ανθρώποις», οι οποίοι βλέποντας τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος στη ζωή μας θα ωφελούνται.

Ο νέος χρόνος δεν θα γίνη ευτυχισμένος με ευχές μόνο, αλλά με αγώνα να προκόψωμε «σοφία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις», όπως ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός.

ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ

Ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος είχε σαν αποστολή από το Θεό, να προετοιμάση τους ανθρώπους να δε­χθούν το Λυτρωτή Χριστό. 
Και τους προετοίμαζε κηρύττοντας μετάνοια και βαπτίζοντας στον Ιορδάνη ποταμό εκείνους, που εκφράζοντας τη μετάνοιά τους εξομολογούνταν κατά το βάπτισμα τις αμαρτίες τους.

Πήγε και ο αναμάρτητος Σωτήρας να βαπτισθεί. Ο Πρόδρομος έφριξε: «Κύριε, εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από Σένα, και έρχεσαι Εσύ να Σε βαπτίσω;» Βρισκόταν μπροστά σε μια ακατανόητη συγκατάβασι του αναμαρτήτου Κυρίου Του. Η συγκατάβασι όμως αυτή είχε κάποιο σκοπό, όπως και κάθε λόγος ή πράξι του Θεανθρώπου.

Πρώτον είχε φθάσει το «πλήρωμα του χρόνου» για ν’ αρχίση ο Ιησούς το δημόσιο λυτρωτικό έργο Του. Και θέλησε ο Θεός Πατήρ να διακηρύξη επίσημα την έναρξη του Μεσσιακού έργου, δείχνοντας στους ανθρώπους το Λυτρωτή τους. Η διακήρυξη έγινε με τη φωνή του Πατρός εξ ουρανού: «Ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» και με την έλευσι του Αγίου Πνεύματος εν είδει περιστεράς πάνω στον Ιησού.

Δεύτερον ο Θεός θέλησε για πρώτη φορά ν’ αποκα­λύψη το μέγα μυστήριο της τριαδικότητάς Του, για να δείξη ότι ο Ιησούς που βαπτιζόταν θα δίδασκε στους ανθρώπους την τέλεια αποκάλυψι της Αλήθειας. Έτσι ο Πατήρ φανερώθηκε με τη φωνή απ’ τους ουρανούς, ο Υιός φανερώθηκε σαρκωμένος να βαπτίζεται, και το Άγιο Πνεύμα φανερώθηκε εν είδει περιστεράς, να κατεβαίνη στο Μεσσία Χριστό.

Τρίτον ο αναμάρτητος συγκατέβη να βαπτισθή, διότι όπως είπε στον Πρόδρομό Του «ούτω πρέπον εστί πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην». Ήθελε να δώση παράδειγμα εφαρμογής όλων των εντολών του Θεού. Αν Αυτός ο αναμάρτητος ταπεινώθηκε και βαπτίσθηκε σαν αμαρτωλός, επειδή ήταν θέλημα Θεού να βαπτίζωνται οι άνθρωποι, πόσο μάλλον εμείς πρέπει να τηρούμε όλες τις εντολές του Κυρίου;

Διδασκόμαστε από τη συγκατάβαση του Θεανθρώπου κι’ εμείς, να πιστεύωμε ορθά στο Θεό. Να πιστεύωμε ότι ο Θεός είναι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, «Τριάς ομοούσιος και αχώριστος». Να πιστεύωμε ακόμη, ότι μέσα στον κυκεώνα των ετεροδιδασκαλιών της εποχής μας ένας είναι ο Διδάσκαλος απόλυτης εμπιστοσύνης: Ο Ιησούς Χριστός, που ο ίδιος ο Θεός συνιστά: «Αυτού ακούετε». Διδασκόμαστε επίσης να είμαστε λεπτολόγοι ως προς την τήρησι των εντολών του Κυρίου. Όλες οι εντολές, χωρίς διάκρισι, είναι αξιοσέβαστες και τηρητέες.

Ας αναβαπτισθούμε κι’ εμείς στον Ιορδάνη. Ας αναβαπτισθούμε ως προς την ορθή πίστι, ως προς την εμπιστοσύνη προς τον μοναδικό Σωτήρα και Λυτρωτή και ως προς τον αγώνα για την εφαρμογή των εντολών Του. Τα Θεοφάνεια ας γίνουν ένα νέο ξεκίνημα, να γίνωμε καλλίτεροι.

Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Περιγράφοντας ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης την ιερή σκηνή της υποδοχής του νηπίου Ιησού και Μητέρας Του από το γέροντα Συμεών και την προφήτιδα Άννα λέει: 

«Η Παρθένος φαίνεται γεμάτη θεία χάρι, και σαν να την ελαφρώνη το θείο βρέφος, αντί να τη βαραίνη. Το θείο βρέφος φαίνεται ωραιότερο από κάθε άνθρωπο και χαρούμενο στην αγκαλιά της μητέρας του. Ο γέροντας Συμεών με δυναμωμένα τα πόδια από τη χάρι του Θεού προϋπαντά το παντοδύναμο βρέφος, το αγκαλιάζει και με δυνατή φωνή ζητάει την απόλυσί του από τη ζωή. Η δε Άννα ξεχνώντας τα γηρατειά της δοξολογεί και ευχαριστεί τον Θεό». Ας υποδεχθούμε κι εμείς τον «νηπιάσαντα Θεόν» και ας διδαχθούμε από τον ερχομό Του στη γη.

Ποιος ήταν πραγματικά το βρέφος Ιησούς; Ένα τροπάριο του Κανόνος της εορτής, που έγραψε ο Άγιος Κοσμάς, επίσκοπος Μαϊουμά, απαντάει: 
«Ο πρωτότοκος και προαιώνιος Υιός του Θεού, φάνηκε στη γη πρωτότοκος και μόνος υιός παρθένου μητέρας». Ήταν λοιπόν το βρέφος εκείνο ο ίδιος ο Υιός του Θεού και Θεός, που γεννήθηκε πριν από κάθε κτίσμα από τον Πατέρα Θεό! Και όπως ο προφήτης Ησαΐας είδε το Θεό ένδοξο σε θρόνο, έτσι και ο Θεοδόχος Συμεών είδε τον Υιό και Λόγο του Πατρός σαν σε θρόνο στα άχραντα χέρια της Παρθένου! Το θείο βρέφος όμως ήταν και «πρωτότοκος υιός κόρης παρθένου». Ήταν δηλαδή και «υιός ανθρώπου», άνθρωπος τέλειος, όπως όλοι μας, εκτός αμαρτίας. Ώστε το βρέφος ήταν ο Θεάνθρωπος Κύριος!

Αλλά γιατί ο Υιός του Θεού και Θεός, έγινε άνθρωπος και νήπιο; Ο υμνωδός απαντάει: «Επέφανεν τω Αδάμ χείρα προτείνων». Ο Αδάμ, δηλαδή ο άνθρωπος, έγινε με την απάτη του διαβόλου ανόητος κατά το νου, σαν νήπιο. Για να τον διορθώση λοιπόν ο Πανάγαθος έγινε νήπιο, όχι κατά το νου σαν τον Αδάμ, αλλά κατά την ανθρώπινη φύση και ηλικία. Για να φωτίση άρα τον σκοτισμένο άνθρωπο, και για να τον βοηθήση να ανδρωθή και προοδεύση πνευματικά, έγινε ο Θεός νήπιο. Και ακόμα για να τον αναστήση από το θάνατο της αμαρτίας με το Βάπτισμα και τη ζωή της αρετής.

Ο «νηπιάσας» Υιός του Θεού μας παρακινεί να πά­ψουμε να είμαστε πνευματικά νήπιοι και να ανδρωθούμε. Πότε είμαστε πνευματικά νήπιοι; Όταν ταλαντευόμαστε ως προς το Ορθόδοξο «πιστεύω» μας, σαν το καλάμι που φυσάει ο άνεμος (Εφεσ. 4, 14) και παρασυρόμαστε εύκολα από τις ψευδολογίες και πλάνες των αιρετικών ανθρώπων. Όταν ακόμη είμαστε υλόφρονες και σαρκικοί, και ζούμε σαν να μη υπάρχη ψυχή και ανώτερη ζωή μας. Μας καλεί να αναστηθούμε από τον ύπνο της νηπιότητος, και ν’ ακολουθήσουμε Αυτόν, τον «πρωτότοκον εκ των νεκρών». Ο Χριστός μας απλώνει το χέρι. Ας μη του αρνηθούμε το δικό μας.

Η ΜΕΤΑ ΒΑΪΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΔΩΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Καθώς βρισκόμαστε στα πρόθυρα των Παθών του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, πρέπει να ξεκαθαρίσωμε, ότι ο Ιησούς δεν υπήρξε θύμα τραγικό της κακίας των ανθρώπων, αλλά θύμα της αγάπης Του για τον άνθρωπο. Η Θυσία του Ιησού ήταν μια θεληματική και εξουσιαστική πράξι του Παντοδύναμου Βασιλέως Χριστού για τη σωτηρία μας. Αυτό αποκαλύπτεται στην περιγραφή της θριαμβευτικής εισόδου Του στα Ιεροσόλυμα από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη.

Ο Ευαγγελιστής μας πληροφορεί, ότι ο ταπεινός Ιησούς επέτρεψε στην περίπτωσι αυτή, να τον υποδεχθή ο λαός με τα «βαΐα των φοινίκων» και με τα λόγια: «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ». Οι Ιουδαίοι υποδέχτηκαν τον Κύριο σαν νικητή και τροπαιούχο, σαν νικητή του θανάτου, αφού πρόσφατα είχε αναστήσει το Λάζαρο. Τον υποδέχτηκαν με λόγια του 118ου Ψαλμού, λόγια Μεσσιακά, που ταιριάζουν σε βασιλέα. Και η Γραφή το βεβαιώνει: «Ιδού ο βασιλεύς σου έρχεεται...». Βασιλεύς λοιπόν ο μετέπειτα σταυρωθείς Ιησούς.

Ο Χριστός μπήκε στα Ιεροσόλυμα πάνω σε «πώλον όνου», πάνω σ’ ένα νεαρό ακαβαλίκευτο γαϊδουράκι. Προτύπωσε έτσι τη μελλοντική βασιλική κυριαρχία Του πάνω στα ακάθαρτα μέχρι τότε και αγύμναστα στην ευσέβεια ειδωλολατρικά έθνη, που εικονίζονται από το «ονάριον». Χωρίς να το καταλάβουν το προφήτεψαν και οι Φαρισαίοι: «Ίδε ο κόσμος οπίσω αυτού απήλθεν» (Ιωάν. ιβ’ 19). Το προείπε και ο Κύριος, όταν λίγο μετά την είσοδό Του στα Ιεροσόλυμα Τον επισκέφθηκαν μερικοί Έλληνες, σαν αντιπρόσωποι των εθνών: «Ελήλυθεν η ώρα, ίνα δοξασθή, ο υιός του ανθρώπου». Βασιλεύς και των εθνών λοιπόν ο Ιησούς Χριστός.

Η βασιλική ιδιότητα του Κυρίου πρέπει να μας προβληματίση, εν όψει μάλιστα και της Μεγάλης Εβδομάδος. Είναι βασιλεύς της ζωής μας ο Χριστός; Κυριαρχεί στην καρδιά, στη σκέψι, στις πράξεις και στα λόγια μας; Ή μήπως βασιλιάς μας είναι το χρήμα, η δουλειά μας, οι απολαύσεις της ύλης, τα κόμματα, ο αθλητισμός; Αν ισχύη το τελευταίο, ας κλάψουμε τη Μεγάλη Εβδομάδα, κι ας κάνουμε αποφασιστική στροφή στη ζωή μας. Αν δεν το κάνουμε, θα πάθουμε ό,τι οι Ιουδαίοι της εποχής του Κυρίου. Επειδή απέρριψαν τον Χριστό σαν βασιλέα και σωτήρα τους, ο Θεός τους εγκατάλειψε. Τους αφαίρεσε όλα τα προνόμια του περιουσίου λαού. Τους πήρε την ιερωσύνη και τους προφήτες. Γκρέμισε τον Ιουδαϊσμό και έδωσε όλα τα προνόμια στο νέο λαό Του, τους Χριστιανούς.

Ας μετανοήσουμε λοιπόν και ας προχωρήσουμε προς την Αγία Κοινωνία με τη λαχτάρα, να θρονιαστή μόνιμα στο σώμα και την ψυχή μας, και στη ζωή μας ολόκληρη ο Χριστός, σαν βασιλεύς και Κύριός μας.

ΤΑ ΑΓΙΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Το θείο δράμα κορυφώνεται με τη σταύρωσι του Κυρίου. Ταυτόχρονα κορυφώνεται και η έκφρασι της αγάπης του Θεού για τον αποστάτη άνθρωπο. Ο σαρκωθείς Θεός βρίσκεται καρφωμένος στο Σταυρό σαν ληστής. Η θεία «κένωσι» στο υπέρτατο σημείο. Το θείο δράμα συγκλονίζει, αλλά και διδάσκει.

Λίγο πριν τη σταύρωσι ο Ιησούς εξαντλημένος σωματικά από τα γεγονότα της προηγούμενης νύκτας και σηκώνοντας ηρωικά το ασήκωτο φορτίο της κατάφωρης αδικίας, μεταφέρει αγόγγυστα και χωρίς λέξι παραπόνου το βαρύ σταυρό Του. Θεληματικά και με άφατη υπομονή πορεύεται το δρόμο του μαρτυρίου Του.

Καρφωμένος τώρα πάνω στο σταυρό και υποφέροντας φρικτούς πόνους, ο Ιησούς στρέφει το βλέμμα στη μητέρα Του, που έστεκε κάτω απ’ το σταυρό γεμάτη οδύνη: «Γύναι, ίδε ο υιός σου». Ιωάννη, «ιδού η μήτηρ σου». Πόση αγάπη θα είχε ο Θεάνθρωπος, για να βρη το κουράγιο να φροντίση για τον πόνο της μητέρας Του!

Η υπέρτατη Θυσία φθάνει στο τέλος της. Ο Ιησούς βγάζει δυνατή εξουσιαστική κραυγή: «Τετέλεσται». Τίποτε απ' όσα ο Πατέρας μου ανέθεσε να κάνω δεν μένει ατελείωτο. Και μετά κλίνοντας την κεφαλή, για να εκ­φράση την μέχρι θανάτου υπακοή στον Πατέρα, παραδίδει θεληματικά το πνεύμα.

Καθώς η Μεγάλη Εβδομάδα μας θυμίζει τον τρόπο που ο Θεάνθρωπος βάδισε προς το μαρτύριο, μας υποδεικνύει προβάλλοντας το ασύγκριτο παράδειγμά Του, πώς πρέπει να σηκώνωμε κι εμείς τον προσωπικό μας σταυρό. Μας διδάσκει να τον σηκώνωμε αγόγγυστα, χωρίς μεμψιμοιρίες, με υπομονή, σαν θέλημα Θεού, στο οποίο οφείλομε υπακοή μέχρι θανάτου. Μας διδάσκει ότι πρέπει να βρίσκωμε τη δύναμη, να ξεχνάμε το δικό μας πόνο και να φροντίζωμε ν’ ανακουφίσωμε και τον πόνο του πλησίον μας. Αν πάρωμε την απόφασι έτσι να πολιτευόμαστε στο εξής, η απόφασί μας αυτή θα είναι η καλλίτερη συμμετοχή στο Πάθος του Κυρίου μας.

Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Μυριόστομη φωνή δονεί κάθε Πάσχα τον αέρα απ’ άκρου σ’ άκρο της Ελληνικής γης και κάθε Χριστιανικής ορθόδοξης χώρας: «Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας». Είναι η φωνή που εκφράζει τη βαθειά πεποίθησι όλων των Ορθοδόξων, ότι ο Ιησούς Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών και μας χάρισε λύτρωσι, ελπίδα, νέα ζωή. Και πράγματι:

Η Ανάσταση του Χριστού επιβεβαίωσε το λυτρωτικό Του έργο. Πρόσφερε πάνω στο σταυρό την υπέρτατη Θυσία, παραδίδοντας θεληματικά σαν θύτης την αναμάρτητη ανθρώπινη φύση Του σε σφαγή «δια την ημετέραν σωτηρίαν». Με την Ανάστασή Του απέδειξε, ότι η Θυσία Του έγινε δεκτή και έτσι λυτρωθήκαμε από τις καταδικαστικές μέχρι τότε αμαρτίες μας.

Με την εκ νεκρών Ανάστασί Του ο Χριστός έγινε «απαρχή των κεκοιμημένων» (Α’ Κοριν. ιε’ 20), ο πρώτος από τους νεκρούς που αναστήθηκε, όχι προσωρινά, αλλά «εις ζωήν αιώνιον». Αυτό μας γεμίζει ελπίδα και μας βεβαιώνει, ότι τόσο εμείς, όσο και οι προσφιλείς μας που έφυγαν από τη ζωή αυτή θα αναστηθούμε εν Χριστώ «εν τη παρουσία αυτού».

Η Ανάστασι του Κυρίου έγινε ακόμη η αιτία της πνευματικής μας αναστάσεως από τη ζωή αυτή. Στο Βάπτισμα γίναμε συμμέτοχοι του θανάτου του Χριστού, αλλά και συμμέτοχοι της Αναστάσεώς Του, ώστε όπως «ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών... ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. στ’ 4). Στο Βάπτισμα σταυρώθηκε και θανατώθηκε ο «παλαιός άνθρωπος» της αμαρτίας, και αναστήθηκε ένας νέος άνθρωπος, που είναι καλεσμένος να ζήση νέα, αναγεννημένη, πνευματική ζωή.

Ας ψάλουμε κι εμείς το «Χριστός ανέστη» με ευγνωμοσύνη για τη λύτρωσι που μας χάρισε με την Ανά­στασί Του ο Σωτήρ, αλλά και με τη σταθερή απόφασι να ζήσωμε στο εξής σαν αναστημένες υπάρξεις, «αξίως της κλήσεως ης εκλήθημεν».

Η ΑΝΑΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Με τον Ευαγγελισμό γιορτάσαμε την «κατάβασι» του Θεού Λόγου από τον ουρανό στη γη. Με την Ανάληψι γιορτάζομε την «ανάβασι» του σαρκωθέντος Θεού Λόγου από τη γη στον ουρανό. Κατά τον Ευαγγελισμό. ο Θεός Λόγος «κατέβηκε» κρυφά και γυμνός από την ανθρώπινη σάρκα, με την Ανάληψι «ανέβηκε» φορώντας την ανθρώπινη σάρκα, φανερά και με δόξα. Αλλά ποιο είναι το νόημα αυτής της «αναβάσεως»;

«Ανελήφθη εν δόξη ο των αγγέλων βασιλεύς» για να μας στείλη τον «άλλον Παράκλητον», που είχε υποσχεθή (Ιωάν. ιστ’ 7), το Άγιο Πνεύμα. Ο Χριστός πρόσφερε τη λύτρωσι και σωτηρία στον κόσμο, αλλά χρειαζόταν να έλθη το Άγιο Πνεύμα για να μεταδώση τη Χά­ρι της σωτηρίας στον κάθε πιστό προσωπικά, με τους 7 κρουνούς της Θείας Χάριτος, τα Μυστήρια της Εκκλησίας μας.

Η ανθρώπινη φύσι με την αποστασία του προπατορικού αμαρτήματος είχε γίνει το «απολωλός πρόβατον» της παραβολής. Ο Χριστός όμως ήλθε και βρήκε τον πλανεμένο άνθρωπο και τον έβαλε στην πνευματική «μάνδρα», την Εκκλησία και τον Παράδεισο. Με την Ανάληψί Του δε, μετέφερε στους «ώμους» την πρώην πλανεμένη και τώρα πια σωσμένη ανθρώπινη φύσι, που την αντιπροσώπευε η αναμάρτητη ανθρώπινη φύσι Του, και την κάθισε στο θρόνο του Θεού. Τί τιμή! Έτσι με την Ανάληψί Του ο Χριστός, έγινε η «απαρχή» της Θεώσεως των πιστών Χριστιανών.

«Ον τρόπον κατείδετε Χριστόν ανερχόμενον, ούτω σαρκί ελεύσεται δίκαιος πάντων κριτής» (τροπάριο του Κανόνος της Εορτής). Με την Ανάληψί Του δηλαδή ο Κύριος μας υπενθύμισε, ότι θα έλθη κάποτε πάλι «εν σαρκί» για να κρίνη τον κόσμο, και να εξετάση πώς αξιοποιήσαμε το δώρο της σωτηρίας που μας έδωσε. Η σκέψι αυτή της Κρίσεως πρέπει να μας διεγείρη σε περισσότερο αγώνα.

Ο Χριστός ανέβηκε στον ουρανό και λάμπει τώρα στο θρόνο του Θεού πιο πολύ κι’ απ’ τον ήλιο. Έτσι θα λάμπουν στη Βασιλεία των ουρανών και όσοι με τη βοήθεια της θείας Χάριτος αγωνίζονται από τη ζωή αυτή να καθαρίσουν και να θεώσουν τον εαυτό τους.

Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ
«Πεντηκοστήν εορτάζομεν και Πνεύματος επιδημίαν και προθεσμίαν επαγγελίας...». Η εκπλήρωσι της υποσχέσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ότι μετά την Ανάληψί Του θα στείλη το Άγιο Πνεύμα στους μαθητές Του, πραγματοποιήθηκε κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Καθώς ήταν συγκεντρωμένοι στο υπερώο της Ιερουσαλήμ, ήχος δυνατός σαν τον άνεμο που φυσάει πλημμύρισε τον τόπο, και το Άγιο Πνεύμα σαν πύρινες γλώσσες κατέβηκε και επεφοίτησε στον καθένα χωριστά. Έγινε αυτό που είχε προφητεύσει ο Πρόδρομος. Βαπτίσθηκαν οι μαθητές «εν Πνεύματι Αγίω και πυρί» (Λουκά γ’ 16).

Η επιφοίτησι του Αγίου Πνεύματος είχε αξιοθαύμαστα αποτελέσματα. Οι μέχρι τότε δειλοί μαθητές του Χριστού έγιναν «λέοντες πυρ πνέοντες». Οι αγράμματοι έγιναν σοφώτεροι των σοφών. Και όχι μόνο οι Απόστολοι, αλλά και όλοι οι μαθητές του Χριστού σε κάθε εποχή. Το Άγιο Πνεύμα επιφοιτά σ’ αυτούς με το Βάπτισμα, το Χρίσμα και τα άλλα ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας, και τους αναγεννάει, τους ενισχύει, τους αγιάζει, τους σώζει. Εξειδικεύει το δώρο της σωτηρίας, που χάρισε ο Χριστός με το λυτρωτικό Του έργο στην ανθρωπότητα.

Το Άγιο Πνεύμα φανερώθηκε σαν φωτιά. Σημάδι ότι Αυτός που επεφοίτησε δεν ήταν μια απρόσωπη δύναμι, όπως λένε οι αιρετικοί, αλλά ο ίδιος ο Θεός, που είναι «πυρ καταναλίσκον». ο Άγιον Πνεύμα είναι βέβαια πηγή Χάριτος, αλλά σε όσους πλησιάζουν τα μέσα της Χάριτος αυτής -τα ιερά Μυστήρια- με ταπείνωσι και ευλάβεια. Για τους ασεβείς, αδιαφόρους και αθεοφόβους είναι φωτιά, διότι «φοβερόν το εμπεσείς εις χείρας Θεού ζώντος».

Ας προσευχηθούμε σήμερα με φόβο Θεού: «Πνεύμα Άγιον, Παράκλητε αγαθέ, μη φλέξης ημάς, αλλ’ ελθέ και σκήνωσον εν ημίν και σώσον ημάς».

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Από τη στιγμή της πτώσεως των πρωτοπλάστων ο αποστάτης άνθρωπος βρισκόταν σε πόλεμο με τον Πλάστη του. Ήλθε όμως ο Χριστός και σταμάτησε την έχθρα με το Αίμα που έχυσε στο Σταυρό. Και όπως μετά τους μακροχρόνιους πολέμους οι αντίπαλοι ανταλλάσσουν εγγυήσεις, έτσι και μετά την ειρήνη που έφερε ο Θεάνθρωπος, η μεν ανθρωπότητα έστειλε ενέχυρο στον ουρανό την αναμάρτητη ανθρώπινη φύσι του Χριστού, ο δε Θεός έστειλε στη γη εγγύησι της σωτηρίας μας το Άγιο Πνεύμα Του, που λατρεύουμε πάντοτε και προσκυνάμε ιδιαίτερα σήμερα.

Ήλθε το Άγιο Πνεύμα κατά την Πεντηκοστή και γέμισε τον κόσμο με τα ουράνια χαρίσματά Του: α) Μας αναγεννάει δια του Βαπτίσματος, του «λουτρού της παλιγγενεσίας και ανακαινώσεως Πνεύματος Αγίου» (Τίτον γ’ 5). Με το Βάπτισμα γινόμαστε επίγειοι άγγελοι και με τη Χάρι που παίρνομε από τις άλλες πηγές της Χάριτος, τα ιερά Μυστήρια, τροφοδοτούμαστε, ώστε να ζήσωμε σαν ανακαινισμένες υπάρξεις, β) Μας χαρίζει το μέγα δώρο της ιερωσύνης. Αυτό δίνει στην Εκκλησία τους ποιμένες και διδασκάλους, επισκόπους, πρεσβύτερους και διακόνους, που τελούν τα Μυστήρια, κηρύττουν το λόγο του Θεού, ποιμαίνουν την Εκκλησία και «ορθοδόξως θεολογούν», γ) Μας χαρίζει κάθε αγαθό. Μας οδηγεί σε συναίσθησι των αμαρτιών μας και μετάνοια. Μας φωτίζει στη γνώσι του θείου θελήματος και παρακινεί στην εφαρμογή του. Μας δίνει ζωή αληθινή και ειρήνη (Ρωμ. η’ 6). Μας δίνει θάρρος και δύναμι στις δυσκολίες και έτσι πλάθει τους Μάρτυρες. Γεννάει στην ψυχή τις αρετές: «Αγάπην, χαράν, ειρήνην, μακροθυμίαν, χρηστότητα, αγαθωσύνην, πίστιν, πραότητα, εγκράτειαν» (Γαλάτ. ε’ 22).

Ας μένωμε πάντα στο πλευρό των ποιμένων της Εκκλησίας, που τους κατέστησε ποιμένες το Πνεύμα το Άγιον. Ας αποκρούωμε πάντα με βδελυγμία κάθε απόπειρα υποκαταστάσεώς τους από αιρετικούς ή Καίσαρες του κόσμου τούτου.

Τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος χορηγούνται με αφθονία, αλλά σε όσους έχουν «δεκτικήν επιτηδειότητα» και αγωνίζονται να καθαρθούν από τα πάθη και να καλλιεργήσουν τις αρετές. Γι’ αυτό «ας σηκωθώμεν και ημείς επάνω από τα γήινα... και από κάθε πάθος. Τότε η ψυχή μας ως καθαρός καθρέπτης θα τραβήξει τας ακτίνας του Αγίου Πνεύματος... και έτσι παίρνοντας σαν αρραβώνα την χάριν του Αγίου Πνεύματος... θα αξιωθώμεν να την απολαύσωμεν τελειοτέραν κατά την μέλλουσαν ζωήν» (Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης).

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ

Λίγο καιρό πριν το Πάθος Του ο Κύριος πήρε τους τρεις προκρίτους μαθητές Του, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και ανέβηκαν στο όρος Θαβώρ. Εκεί μπροστά στα έκθαμβα μάτια τους μεταμορφώθηκε. Το πρόσωπό Του έλαμψε όπως ο ήλιος και τα ρούχα Του έγιναν λευκά σαν το χιόνι. Οι μαθητές έγιναν για λίγο ικανοί, να δουν το υπερκόσμιο άκτιστο φως της θεϊκής δόξας, να ξεχύνεται από το εσωτερικό του Χριστού. Με τη Μεταμόρφωσί Του ο Κύριος θέλησε να δώση στους μαθητές Του, και γενικά σε όλο τον κόσμο, ένα μήνυμα.

Ο άνθρωπος πλάσθηκε από τον Τριαδικό Θεό «κατ’ εικόνα» Του. Οι πρωτόπλαστοι είχαν αγγελοειδείς ψυχές. Αλλά και τα σώματά τους μέσα στον επίγειο παράδεισο ακτινοβολούσαν την εσωτερική λαμπρότητα και το μεγαλείο της ψυχής τους. Αλλά η επανάστασι κατά του Θεού με την παράβασι της εντολής Του αλλοίωσε τον άνθρωπο. Η αμαρτία μαύρισε και παραμόρφωσε την λαμπρή εικόνα του Θεού. Ο «βραχύ τι παρ’ αγγέλους ηλαττωμένος» άνθρωπος έγινε σατανοειδής. Αλλά ο Πανάγαθος Πλάστης δεν θέλησε ν’ αφήση το πλάσμα Του έτσι παραμορφωμένο. «Έκλινεν ουρανούς και κατέβη». Ο Υιός του Θεού φόρεσε την αμαυρωμένη ανθρώπινη φύσι και με το όλο λυτρωτικό Του έργο την καθάρισε και ελάμπρυνε. Να το μήνυμα της Μεταμορφώσεως: Ήλ­θε ο Υιός του Θεού στον κόσμο, για να μεταμορφώση και δοξάση την παραμορφωμένη από την αμαρτία ανθρώπινη φύσι μας.

Ο Χριστός «κατέλιπεν ημίν υπογραμμόν». Έδειξε ότι μπορούμε και έχομε προορισμό υψηλό από τη ζωή αυτή, να μεταμορφωθούμε και να θεωθούμε. Η ζωή των αγίων αποδεικνύει αυτή την αλήθεια. Οι άγιοι έγιναν μέτοχοι της θείας ζωής. Έγιναν ζωοποιοί, καθώς ανάσταιναν νεκρούς. Έκαναν υπερφυσικά έργα, θαύματα. Έλαμπαν σαν τον ήλιο την ώρα της προσευχής τους. «Ηρπάγησαν έως τρίτου ουρανού», ενώ ζούσαν ακόμη στον κόσμο αυτό. Αυτές τις εμπειρίες ας ποθήσωμε κι’ εμείς. Μην αφήνωμε τις αμαρτίες να αμαυρώνουν τη μεταμορφωμένη και αγγελοειδή μορφή, που πήραμε στο Βάπτισμα. Αντίθετα ας αναλάβωμε σκληρό και αδιάκοπο αγώνα κατά των παθών και για την απόκτησι των αρετών, ώστε μέρα με τη μέρα να «μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος» (Β’ Κορ. γ’ 18).

Με την αμαρτία ο κατά χάριν Θεός, ο άνθρωπος, γίνεται διάβολος. Με την αρετή και τον αγώνα για τη θέωσι ο άνθρωπος γίνεται θεός. Την κατάκτησι αυτής της κορυφής ας οραματιζώμαστε.

Η ΥΨΩΣΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Η Εκκλησία υψώνει στις 14 Σεπτεμβρίου τον Τίμιο Σταυρό, όπως κάνει κάθε χρόνο από το 325 μ.Χ., τότε δηλαδή που μετά την εύρεσί του από την Αγία Ελένη ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Μακάριος ύψωσε θριαμβευτικά το Τίμιο Ξύλο. Υψώνοντας δε η Εκκλησία το Σταυρό μας θυμίζει, όσα σπουδαία απεργάστηκε μ’ αυτόν σαν όργανο ο Χριστός.

Ένας ύμνος της Εορτής της Υψώσεως μας λέει: «Όταν ο Μωυσής διέγραψε με το ραβδί του το σημείο του σταυρού, διαίρεσε την Ερυθρά Θάλασσα και πέρασε σώος ο Ισραηλιτικός λαός. Όταν μετά διέγραψε και πάλι το σημείο του σταυρού, τα νερά ενώθηκαν και έπνιξαν το Φαραώ και το στρατό του». Το προφητικό αυτό γεγονός της ιστορίας του περιουσίου Ισραηλιτικού λαού κατά την προχριστιανική εποχή, είχε βαθειά συμβολική αναφορά στο πρόσωπο και το έργο του Σωτήρος Χριστού. Ο Ιησούς Χριστός, ο νέος Μωυσής, πήρε το νέο περιουσίο λαό, τη χριστιανική Εκκλησία, από τη δουλεία του διαβόλου και της αμαρτίας, και τους χάρισε με όπλο το Σταυρό την πνευματική ελευθερία και τη σωτηρία. Με το ίδιο όπλο νικήθηκαν ο διάβολος και οι δαίμονες (ο πνευματικός «Φαραώ» και οι «στρατιώτες» του).

Ο Σταυρός λοιπόν υπήρξε το όργανο της σωτηρίας μας και γι’ αυτό είναι το «αήττητον όπλον», που διώχνει κάθε σατανική επιρροή και ελευθερώνει τον πιστό. Δίκαια επομένως τον προσκυνάμε, όπως άλλωστε διατάσσει και η Γραφή: «Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών και προσκυνείτε τω υποποδίω των ποδών αυτού» (Ψαλμός 98, 5). Και πολύ ορθά σε κάθε περίπτωσι κάνομε το σημείο του σταυρού, σαν φυλακτήριο κατά των δαιμόνων.

Η Εκκλησία προβάλλοντας τον Τίμιο Σταυρό, μας προτρέπει δια στόματος του Αγίου Κυρίλλου επισκόπου Ιεροσολύμων: 

«Βάλε πρώτο και δυνατό θεμέλιο στη ζωή σου τον Εσταυρωμένο Χριστό και το Σταυρό Του, και πάνω εκεί οικοδόμησε όλο το υπόλοιπο οικοδόμημα της πίστεως».

Η ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
«Σήμερον ο Χριστός εν Βηθλεέμ γεννάται εκ Παρθένου». Μυστήριον ξένον. Δεν γεννιέται ένας απλός άνθρωπος, ή έστω ο πιο σπουδαίος άνθρωπος. Γεννιέται ο ίδιος ο Θεός σαν άνθρωπος. Με τη Γέννησι του Χριστού ο «Θεός εφανερώθη εν σαρκί», μας λέει η Γραφή (Α’ Τιμόθ. γ’ 16). Ο Υιός του Θεού έγινε και υιός ανθρώπου. Ακατάληπτο το γεγονός. Ακολουθώντας όμως τις διηγήσεις της Γραφής μπορούμε να ψηλαφήσωμε το λόγο, για τον οποίο συνέβη η Σάρκωσις του Λόγου.

Από το βιβλίο της Γενέσεως της Παλαιάς Διαθήκης μαθαίνομε, ότι μέσα στον επίγειο παράδεισο, την Εδέμ, οι πρωτόπλαστοι ζούσαν σε άμεση κοινωνία με τον Θεό.

Του μιλούσαν, κι Εκείνος τους μιλούσε και τους ευλογούσε. Ήταν η προπτωτική κατάστασι της ανθρωπότητος.

Η πτώσι όμως των πρωτοπλάστων χάλασε αυτή τη σχέσι, που είχαν με το Θεό Πατέρα τους. Διαβάζομε στο βιβλίο της Εξόδου ότι, όταν οι Ισραηλίτες έφθασαν στο όρος Σινά και ο Μωυσής ανέβηκε να πάρη τις πλάκες του Νόμου, ο λαός διατάχτηκε να μείνη μακρυά από το όρος επί ποινή θανάτου. Η σχέσι λοιπόν του Θεού με τους ανθρώπους μετά την αποστασία δεν ήταν φιλική. Ο Θεός προστάτευε από συγκατάβασι το πλάσμα Του, αλλά ο άνθρωπος δεν είχε πια παρρησία. Έτρεμε το Θεό, δεν τολμούσε να Τον κοιτάξη.

Έτσι κύλησαν οι αιώνες, μέχρι που ήλθε «το πλήρωμα του χρόνου», και σαρκώθηκε ο Υιός του Θεού. Ο τέλειος Θεός έγινε άνθρωπος. Περπάτησε στους δρόμους μας, μίλησε μαζί μας, γιάτρεψε τις αρρώστιες μας, κήρυξε πλήρη την Αλήθεια. Τέλος σταυρώθηκε και θυσιάστηκε για χάρι μας. Να λοιπόν ο λόγος της Σαρκώσεως: Επειδή ο άνθρωπος είχε χάσει την επαφή και την παρρησία του απέναντι στο Θεό, ο Θεός έγινε άνθρωπος για να αποκαταστήση την χαμένη κοινωνία. Από εχθρούς Του μας έκανε φίλους Του και πάλι.

Αλλά και για έναν άλλο λόγο ο Θεός «εφανερώθη εν σαρκί». Διαβάζομε στην Αποκάλυψι του Ιωάννου, ότι στη Βασιλεία των ουρανών ο Κύριος θα σκηνώση μεταξύ των ανθρώπων (κεφάλ. κα’ 3). Δεν θα υπάρχη πια πόνος, θάνατος και πένθος. Ο Θεός θα φωτίζη τα σύμπαντα και οι δικοί Του θα Τον βλέπουν «πρόσωπον προς πρόσωπον» (Α’ Κορινθ. ιγ’ 12). Ο Θεός επομένως έγινε άνθρωπος, για να οδηγήση τον άνθρωπο σ’ έναν νέο Παράδεισο, ανώτερο από τον πρώτο, όπου θα υπάρχη άμεση επικοινωνία με το Θεό, και άρα ατελείωτη και αναλλοίωτη ευτυχία.

Ο Χριστός είναι ο «Εμμανουήλ», ο μεθ’ ημών Θεός. Ο Υιός του Θεού που σαρκώθηκε και μας έδωσε τη δυνατότητα να Τον πλησιάσωμε, αλλά και να ενωνώμαστε μαζί Του με τη Θεία Ευχαριστία και τα άλλα Μυστήρια. Αυτή η σχέσι θα γίνη τέλεια στην αιωνιότητα. Ο Θεός ήλθε κοντά μας. Εμείς κάνομε τίποτε για να Τον πλησιάσωμε;